Η Ιερά Μονή Δοχειαρίου στις αρχές του ΙΕ” αιώνα διένυε μια περίοδο προσωρινής ακμής.
Το πλοίο της Μονής με τη βοήθεια των Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ βρέθηκε στην Κωνσταντινούπολη από όπου επέστρεψε γεμάτο χρυσάφι και δώρα από το βασιλιά Μανουήλ το οποίο οι μοναχοί χρησιμοποίησαν για να στολίσουν το ναό τους.
Η φήμη του πλούτου, που συσωρεύθηκε στη Μονή, δεν άφησε αδιάφορους τους κουρσάρους. Μια συμμορία από αυτούς ξεκίνησαν με καράβια και όλα τα σύνεργα, για να λεηλατήσουν το Μοναστήρι.
Ήταν νύκτα βαθιά και ασέληνη. Ο βιγλάτορας μοναχός έγκαιρα αντιλήφθηκε τηην άφιξη των πειρατών.
Μόλις δόθηκε το σήμα, οι μοναχοί άρχισαν να τρέχουν προς τον πύργο, παίρνοντας μαζί τους ό,τι πολυτιμότερο μπορούσαν. Όταν όλοι περίτρομοι ανέβηκαν προς τον πύργο, τράβηξαν τη σκάλα μέσα και αμπάρωσαν με σιγουριά τη βαριά πόρτα. Από τους νεώτερους, άλλοι έτρεξαν στις ζεματίστρες και άρχισαν να βράζουν νερό και άλλοι ανέβηκαν στις επάλξεις, μαζεύοντας πέτρες, για να αποκρούουν την έφοδο, ενώ οι γεροντότεροι μέσα στο παρεκκλήσι των Αρχαγγέλων του τελευταίου ορόφου με δάκρυα και υψωμένα τα χέρια καλούσαν τους Αρχαγγέλους σε βοήθεια:
Το πλοίο της Μονής με τη βοήθεια των Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ βρέθηκε στην Κωνσταντινούπολη από όπου επέστρεψε γεμάτο χρυσάφι και δώρα από το βασιλιά Μανουήλ το οποίο οι μοναχοί χρησιμοποίησαν για να στολίσουν το ναό τους.
Η φήμη του πλούτου, που συσωρεύθηκε στη Μονή, δεν άφησε αδιάφορους τους κουρσάρους. Μια συμμορία από αυτούς ξεκίνησαν με καράβια και όλα τα σύνεργα, για να λεηλατήσουν το Μοναστήρι.
Ήταν νύκτα βαθιά και ασέληνη. Ο βιγλάτορας μοναχός έγκαιρα αντιλήφθηκε τηην άφιξη των πειρατών.
Μόλις δόθηκε το σήμα, οι μοναχοί άρχισαν να τρέχουν προς τον πύργο, παίρνοντας μαζί τους ό,τι πολυτιμότερο μπορούσαν. Όταν όλοι περίτρομοι ανέβηκαν προς τον πύργο, τράβηξαν τη σκάλα μέσα και αμπάρωσαν με σιγουριά τη βαριά πόρτα. Από τους νεώτερους, άλλοι έτρεξαν στις ζεματίστρες και άρχισαν να βράζουν νερό και άλλοι ανέβηκαν στις επάλξεις, μαζεύοντας πέτρες, για να αποκρούουν την έφοδο, ενώ οι γεροντότεροι μέσα στο παρεκκλήσι των Αρχαγγέλων του τελευταίου ορόφου με δάκρυα και υψωμένα τα χέρια καλούσαν τους Αρχαγγέλους σε βοήθεια:
«Προστάται θερμοί και τείχη απροσμάχητα, απάντων ταχείς υπέρμαχοι, Αρχάγγελοι, εκτενώς δεόμεθα την υμών προστασίαν αιτούμενοι…»
Στο μεταξύ οι πειρατές με μικρές βάρκες βγήκαν στη στεριά και πλησίασαν την καστρόπορτα του Μοναστηριού.
Εκεί, με αλαλαγμούς και άγριες φωνές καλούσαν τους μοναχούς να παραδοθούν, αλλιώς απειλούσαν θάνατο και καταστροφή. Αφού δεν έπαιρναν απάντηση, έριχναν τους γάντζους στο ανυπεράσπιστο τείχος κι ετοίμαζαν τις ανεμόσκαλες, για να κουρσέψουν με τα μαχαίρια το πολυθρύλητο Μοναστήρι.
Κάποιοι άλλοι,σαν νυκτερινοί δαίμονες, βρήκαν ένα μεγάλο καστανίσιο δοκάρι και κτυπούσαν με αυτό τη σιδερένια πόρτα, για να σπάσει.
Από το πανδαιμόνιο της οργανωμένης επίθεσης και τους κτύπους της πύλης, επιτέλους, ο καστροφύλακας ξύπνησε.
Τριγμός ακούστηκε δυνατός και η πύλη ανοίχτηκε διάπλατα με θόρυβο μεγάλο. Άλογο λευκό κι επάνω του αρματωμένος καβαλάρης φοβερός φάνηκε, κραδαίνοντας ξίφος δίστομο.
Από το πανδαιμόνιο της οργανωμένης επίθεσης και τους κτύπους της πύλης, επιτέλους, ο καστροφύλακας ξύπνησε.
Τριγμός ακούστηκε δυνατός και η πύλη ανοίχτηκε διάπλατα με θόρυβο μεγάλο. Άλογο λευκό κι επάνω του αρματωμένος καβαλάρης φοβερός φάνηκε, κραδαίνοντας ξίφος δίστομο.
Πίσω ακολουθούσαν πλήθος από στρατιώτες με λόγχες στα χέρια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου