Σάββατο 29 Ιουνίου 2013

ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΟ ΘΑΥΜΑ ΣΤΗ ΣΥΜΗ


ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΟ ΘΑΥΜΑ ΣΤΗ ΣΥΜΗ ΠΑΤΗΣΤΕ ΕΔΩ

ΠΡΟΣΤΑΤΗΣ ΣΤΟ ΧΕΙΡΟΥΡΓΕΙΟ

ΠΑΤΗΣΤΕ ΕΔΩ

Ταξιάρχης Μιχαήλ Μανταμάδου Λέσβου: Ένα ακόμα χειροπιαστό θαύμα

ΠΗΓΗ  http://orthodoxigynaika.blogspot.gr/2012/10/blog-post_28.html

 

Ταξιάρχης Μιχαήλ Μανταμάδου Λέσβου: Ένα ακόμα χειροπιαστό θαύμα

«Ἕνα θαῦμα γιὰ πιστοὺς καὶ ἀπίστους!!!


Εἶναι ἡ ἴδια εἰκόνα τοῦ Ταξιάρχη Μιχαὴλ αὐτὸ ποὺ βλέπεται στὶς φωτογραφίες ἀπὸ τὸ ὁμώνυμο μοναστήρι στὸ χωριὸ Μανταμάδος Λέσβου.Ὑπάρχει ὅμως μία πολὺ μεγάλη διαφορά!!! Στὴν ἐπάνω φωτὸ ὁ Ταξιάρχης εἶναι μὲ ἀνοιχτὸ τὸ στόμα, ἐνῶ στὴν κάτω μὲ κλειστό, ὅπως εἶναι καθημερινὰ ὅταν ἐπισκέπτεται κάποιος τὸν ἱερὸ ναὸ γιὰ νὰ προσκυνήσει. Τί ἔχει συμβεῖ;


Ἡ ἐπάνω φωτὸ εἶναι τραβηγμένη πρὸ 20ετίας περίπου ἀπὸ προσκυνητὴ ποὺ εἶχε πάει ἐκεῖ γιὰ νὰ προσκυνήσει.Καθὼς περίμενε στὴ σειρά,καθ' ὅτι πολὺς κόσμος συρρέει καθημερινὰ ἐκεῖ, μία γυναίκα μπροστά του προσεύχονταν μὲ δάκρυα στὰ μάτια στὸν ἅγιο νὰ τὴν βοηθήσει σὲ ἕνα μεγάλο πρόβλημα ποὺ ἀντιμετώπιζε.Καὶ τότε ὅλοι οἱ παριστάμενοι ἔμειναν ἔκθαμβοι, ὅταν τὸ στόμα τοῦ Ταξιάρχη στὴν εἰκόνα ἄνοιξε σὰν νὰ τῆς μιλοῦσε.Ὁ προσκυνητὴς ποὺ προείπαμε,καθὼς εἶχε φωτογραφικὴ μηχανὴ μαζί του, ἀπαθανάτισε τὸ φοβερὸ αὐτὸ στιγμιότυπο.Ἦταν ἕνα φοβερὸ θαῦμα τοῦ Ταξιάρχη ποὺ συγκλόνισε τότε τοὺς παριστάμενους προσκυνητὲς καὶ ποὺ θὰ συνεχίζει νὰ συγκλονίζει ὅσους βλέπουν αὐτὴ τὴ φωτὸ καὶ μαθαίνουν γιὰ τὸ θαῦμα. Ἡ ἁγία εἰκόνα τοῦ Ταξιάρχη Μιχαὴλ εἶναι ἀνάγλυφη, φτιαγμένη ἀπὸ χῶμα καὶ τὸ αἷμα τῶν μοναχῶν ποὺ κατεσφάγισαν ἀπὸ πειρατὲς κατὰ τὴν διάρκεια ἐπιδρομῆς καὶ λεηλασίας τοῦ μοναστηριοῦ.


Τὴν διπλὴ αὐτὴ φωτογραφία μου τὴν εἶχε δώσει ὁ ἐκλεκτὸς φίλος καὶ ἀδελφὸς ἐν Χριστῷ,Γιάννης Καμπουρόπουλος-Φαρμακοποιὸς στὸ ἐπάγγελμα στὴν Ἀθήνα καὶ Μυτιληνιὸς στὴν καταγωγή.Κατὰ τὴν μετακόμισή μου στὴν Βαλύρα τὸ 1994,ἡ φωτογραφία αὐτὴ εἶχε ἐξαφανιστεῖ μέσα σὲ πακέτα σημειώσεων καὶ βιβλίων.Παρὰ τὶς ἐπίμονες κατὰ καιροὺς προσπάθειές μου γιὰ τὸν ἐντοπισμό της,ἀδυνατοῦσα νὰ τὴν βρῶ.Ξαφνικὰ πρὸ ὀλίγων ἡμερῶν,κατὰ τὴν ἑορτὴ τῶν Ἁγιῶν Ἀρχαγγέλων Μιχαήλ,Γαβριὴλ καὶ Ραφαήλ,βρέθηκε, ἀπὸ ἐκεῖ ποῦ δὲν τὸ περίμενα, ἀπροσδόκητα μπροστά μου!!! Τυχαῖο;;; Ὁ καθένας ἂς τὸ ἑρμηνεύσει ὅπως θέλει.Ἐκεῖνο ποὺ μὲ ἐνδιέφερε πάντα ἦταν νὰ γίνει γνωστὸ τὸ θαυμαστὸ αὐτὸ γεγονὸς στοὺς πάντες.Σὲ πιστοὺς σὲ ἀπίστους καὶ σὲ ...''ἠθοποιοὺς τῆς'' ἀθεΐας.»

Γιάννης Ἐρρίκου Λινάρδος

πηγή

ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΙ ΚΑΙ ΑΣΩΜΑΤΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΜΕΡΟΣ Γ


ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΙ ΚΑΙ ΑΣΩΜΑΤΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΜΕΡΟΣ Β


ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΙ ΚΑΙ ΑΣΩΜΑΤΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΜΕΡΟΣ Α


Ή δύναμη της πίστεως

Ή δύναμη της πίστεως
     Ο Γιάννης Άπήκος, από το Μανταμάδο της Λέσβου, ξενιτεμένος στη Γερμανία, ζούσε ήσυχα και χριστιανικά με τη γυναίκα του Καλλιόπη.
    Το Νοέμβριο του 1987 ή Καλλιόπη αρρώστησε σοβαρά με βαρύ εγκεφαλικό. Μεταφέρθηκε αμέσως σε γερμανικό νοσοκομείο, όπου παρέμεινε σε κωματώδη κατάσταση για πέντε βδομάδες. Οι γιατροί δεν της έδιναν ζωή. Ώρα με την ώρα περίμεναν το μοιραίο.
    Στην οικογένεια επικρατούσαν πόνος και θλίψη. Να όμως πού φάνηκε κάποια ελπίδα: Ό προστάτης του Μανταμάδου, της ιδιαίτερης πατρίδας τους, ο Ταξιάρχης Μιχαήλ.
     Όλη η οικογένεια γονάτισε αυθόρμητα μπροστά στο εικονοστάσι και σήκωσε τα μάτια Ικετευτικά στο εικόνισμα του αρχαγγέλου. Προσευχήθηκαν με πόνο, με πίστη, με δάκρυα. Ύστερα σηκώθηκαν γαληνεμένοι, με κάποια κρυφή ελπίδα.
     Άπ' αυτήν όμως την ομαδική προσευχή απουσίασε ο αδελφός της άρρωστης, ο Ηρακλής. Ήταν μάρτυρας του Ίεχωβά, γι' αυτό είχε ανοίξει αθόρυβα την πόρτα κι είχε εξαφανιστεί.
     Πρωί-πρωί ξεκίνησαν για το νοσοκομείο. Εκεί δοκίμασαν μια έκπληξη. Ή άρρωστη, πού μέχρι χθες βρισκόταν σε κώμα, είχε ανοιχτά τα μάτια και τους κοιτούσε.
    - Τι συμβαίνει, Καλλιόπη; ρώτησε ο Γιάννης.
     - Που πήγατε την εικόνα του Ταξιάρχη πού είχαμε στο σπίτι; ρώτησε εκείνη με δυσκολία.
    - Εκεί είναι, στη θέση της.
     Τότε φάνηκε ή γυναίκα να ησυχάζει, και με πολύ κόπο συνέχισε.
    - Χθες το βράδυ μ' επισκέφθηκε ο Ταξιάρχης και στάθηκε εδώ, δίπλα μου. Ήταν λίγο στενοχωρημένος.     Με κοίταξε πονετικά και μου είπε: "Θέλω ν' απλώσω τις φτερούγες μου και να σας σκεπάσω, αλλά δυσκολεύομαι". Με κοίταξε λίγο ακόμα κι εξαφανίστηκε. Τι συμβαίνει Γιάννη; Γιατί διστάζει ο Ταξιάρχης;
Ό Γιάννης αμέσως κατάλαβε. Το εμπόδιο ήταν ο χιλιαστής αδελφός της.
    Το βράδυ τον συνάντησε, τον ενημέρωσε και, τελειώνοντας, τόνισε:
    - Ό αρχάγγελος, Ηρακλή, δεν θέλει μόνο τη σωματική θεραπεία της αδελφής σου, αλλά και τη δική σου την ψυχική. Θέλει τη σωτηρία σου. Θέλει την επιστροφή σου στην ορθόδοξη πίστη. Και μαζί μ' αυτή, θέλει και την προσευχή σου για την αδελφή σου.
     Σε λίγο άρχισε ένας αγώνας σκληρός. Πάλευε ο χιλιαστής με την ορθόδοξη χριστιανική του συνείδηση. Ή τελευταία είχε σύμμαχο την αγάπη της αδελφής του. Τελικά υπέκυψε στη δύναμη του Χρίστου, γονάτισε μπροστά στο εικονοστάσι, προσευχήθηκε με δάκρυα, αναγεννήθηκε.
    Το πρωί βιάστηκαν όλοι να πάνε στο νοσοκομείο. Μα τι να δουν! Ή άρρωστη τους περίμενε όρθια. Ό θάλαμος ήταν γεμάτος από γιατρούς και νοσοκόμες. Τα είχαν όλοι χαμένα.
    - Τη νύχτα, άρχισε να λέει χαρούμενη ή Καλλιόπη, άκουσα μέσα στην ησυχία δυνατό φτερούγισμα.   Κοιτάζω ξαφνιασμένη, και βλέπω πάλι τον Ταξιάρχη. Τώρα όμως ήταν χαρούμενος και γελαστός. "Θα γίνεις καλά", μου είπε. Σήκωσε το χέρι του, με σταύρωσε, μου χαμογέλασε και χάθηκε. Έκανα να σηκωθώ, και είδα πώς μπορούσα. Στο θάλαμο νοσηλευόταν μια ακόμη άρρωστη. Με είδε πού περπατούσα, ήρθε και μ' αγκάλιασε. "Τα είδα όλα", μου είπε. "Είδα να σε πλησιάζει στο κρεβάτι σου κάποιος ψηλός, μαυριδερός και λευκοντυμένος άνδρας. Τον είδα να κουνάει τα χέρια του. Και ξαφνικά χάθηκε... Στην αρχή νόμισα πώς ήταν γιατρός με την άσπρη μπλούζα. Αυτός όμως ήταν ασυνήθιστα ψηλός, πάνω από δύο μέτρα. Δεν πατούσε στη γη και δεν έκαναν θόρυβο τα πόδια του. Με την παρουσία του ξεχύθηκε μια ευωδιά στο δωμάτιο. Τρόμαξα και σκεπάστηκα περισσότερο."
    - Τι θα κάνουμε τώρα; ρώτησε ο Γιάννης το γιατρό.
    - Δεν ξέρω, κύριε. Μόνο ένα θαύμα μπορούσε να φέρει αυτό το αποτέλεσμα. Και το θαύμα έγινε!
    Την άλλη μέρα ο Γιάννης βρισκόταν κιόλας στην πατρίδα του, μπροστά στον Ταξιάρχη, κι έβρεχε την
ιερή εικόνα του ευεργέτη του με δάκρυα χαράς κι ευγνωμοσύνης.

ΠΗΓΗ..http://www.pigizois.net/enoria/taxiarxis.htm

Η ιστορία του Αγίου Ταξιάρχη .

Η ιστορία του Αγίου Ταξιάρχη .

Ο Άγιος Ταξιάρχης είναι ο προστάτης Άγιος της περιοχής αλλά και όλης της Λέσβου. Ιδιαίτερα τον σεβόταν οι Τούρκοι για τα πολλαπλά του θαύματα. Φορούσε σιδερένια παπούτσια και έτρεχε παντού να προστατεύσει τους χριστιανούς. Η μορφή του εβένινου εικονίσματος πείθει ότι είναι έργο μιας φλογερής πίστης, eikomna tax.jpgενός απλού ανθρώπου. Το σκοτεινό πρόσωπο είναι γεμάτο δύναμη καθώς προβάλλει μέσα απ' το αστραφτερό ασημένιο πλαίσιο.
 Ο Άγιος Ταξιάρχης του Μανταμάδου είναι το μοναδικό ανάγλυφο, εικόνισμα της Λέσβου. Ακόμα και σήμερα οι προσκυνητές τρέφουν ανάμεικτα συναισθήματα για αυτή τη μοναδική εικόνα. Άλλοτε αντικρίζουν το πρόσωπο του Αγίου πολύ άγριο και απόμακρο και άλλοτε πολύ ήρεμο και οικείο.
 Στην εκκλησία του Αγίου φυλάγεται, σαν εθνικό και θρησκευτικό κειμήλιο, ο αρχιερατικός σάκος του εθνομάρτυρα Οικουμενικού Πατριάρχου Γρηγορίου του Ε. Τον σάκο αυτό αγόρασε σε δημοπρασία ο μανταμαδιώτης μητροπολίτης Πορφύριος Φωτιάδης ο οποίος κατά τον απαγχονισμό του Πατριάρχη ήταν Πρωτοσύγκελος των Πατριαρχείων.
 Το πανηγύρι του Ταξιάρχη γίνεται την Κυριακή των Μυροφόρων και παίρνει μεγάλη θρησκευτική λαμπρότητα. Χιλιάδες πιστών συρρέουν απ' όλα τα μέρη του νησιού με τις τεράστιες λαμπάδες τους και τα αναθήματνννά τους για να ευχαριστήσουν τον Άγιο.  
Το Πανηγύρι συνδέεται και με το αρχαιολατρικό έθιμο της ζωοθυσίας. Το ζώο σφάζεται αφού ευλογηθεί απ' τον παπά, πράο, χωρίς να προβάλλει καμία αντίσταση! Το έθιμο δείχνει πόσο παλιά είναι η λατρεία του Αγίου. Η εκκλησία γιορτάζει και στις 8 Νοεμβρίου.

Τεκνοποίηση Θαυμαστές επεμβάσεις του Ταξιάρχη

Τεκνοποίηση

Θαυμαστές επεμβάσεις του Ταξιάρχη Μανταμάδου στη ζωή της αφηγήθηκε και η κ. Μιχαηλάρη από την Ελευσίνα.
Ήταν άτεκνη, καθώς και ή αδελφή της, κι επειδή ποθούσαν ν' αποκτήσουν παιδί, στράφηκαν με πίστη στο Θεό και στη μεσιτεία του αρχαγγέλου.
Σε μια αγρυπνία πού έκαναν προς τιμήν του Ταξιάρχη, τον παρακάλεσε με θέρμη η κ. Μιχαηλάρη για το πρόβλημα της. Τα ξημερώματα την πήρε λίγο ο ύπνος. Είδε ότι βρισκόταν στο ναό του αρχαγγέλου με την αδελφή της, όταν ξαφνικά παρουσιάστηκε ο Ταξιάρχης με όλη του τη μεγαλοπρέπεια. Γονάτισε αμέσως και τον παρακάλεσε να τους χαρίσει από ένα παιδί. Κι εκείνος άπλωσε το χέρι του, σαν να ήθελε να τις καθησυχάσει, και είπε:
- Μην ανησυχείτε. Κι οι δυο σας θα κάνετε παιδιά. Να ευχαριστήσετε το Θεό γι' αυτό Του το δώρο.
Σε τέσσερα χρόνια ή αδελφή της απέκτησε παιδί, η ίδια όμως όχι. Πέρασαν εννέα χρόνια, οπότε άρχισε ν' απελπίζεται.
Στράφηκε τότε στην επιστήμη. Ταλαιπωρήθηκε, αλλά χωρίς αποτέλεσμα.
Πληροφορήθηκε ότι στην Αγγλία υπήρχε ένας γιατρός πού μπορούσε με εγχείρηση να οδηγήσει στην τεκνοποίηση, με πιθανότητες μία στις εκατό. Το αποφάσισε και ετοιμάστηκε για το ταξίδι. Ένιωθε όμως έλεγχο συνειδήσεως. Την τελευταία στιγμή δίστασε. Σκέφτηκε να καταφύγει στον Ταξιάρχη για να τη φωτίσει τι να κάνει.
Πήγε στο ναό του, στο Μανταμάδο, και τον παρακάλεσε. Και το ίδιο βράδυ, ενώ προσευχόταν, τον είδε να βγαίνει ολοζώντανος άπ' το εικόνισμα του, μ' ένα βλέμμα παραπονεμένο, σαν να της έλεγε: "Γιατί λιγοψύχησες; Γιατί έχασες την πίστη σου και την ελπίδα στο Θεό; Δεν πείστηκες άπ' το παράδειγμα της αδελφής σου;".
"Έπεσε αμέσως μετανοημένη και ζήτησε με δάκρυα συγχώρηση. Τότε τον άκουσε να της λέει:
- Δεν θα πας έξω. Εκεί δεν πρόκειται να κάνεις παιδί. Εδώ θα το αποκτήσεις.
Σ' ένα μήνα ήταν έγκυος κι έφερε στον κόσμο ένα χαριτωμένο κοριτσάκι, τη Βαρβάρα. Όταν η μικρή ήταν έξι χρονών, πήγανε στο ναό του αρχαγγέλου για να κάνουν μια ευχαριστήρια αγρυπνία.
Ή μητέρα άφησε το παιδί σ' ένα κελλί για να κοιμηθεί και πήγε στην εκκλησία. Όταν τελείωσε ή λειτουργία και γύρισε στο κελλί, η μικρή της είπε:
- Εσύ, μαμά, ήσουν στην εκκλησία, αλλά δ Ταξιάρχης ήταν μαζί μου όλη τη νύχτα και μου κρατούσε συντροφιά.
Αργότερα, η ευλαβής γυναίκα δοκίμασε άλλη μια θαυμαστή εκδήλωση της προστασίας του αρχαγγέλου. Ανήμερα των Ταξιαρχών το 1989, την έπιασε δυνατός πόνος στη μήτρα. Σε λίγο καιρό η κατάσταση επιδεινώθηκε. Έγιναν οι απαραίτητες εξετάσεις και οι γιατροί συνέστησαν να γίνει εγχείρηση.
Εκείνη, μόλις το άκουσε, αρνήθηκε, κι άρχισε να κλαίει σαν μικρό παιδί. Κατέφυγε πάλι στον Ταξιάρχη, και ζητούσε με επιμονή και πίστη το θαύμα του.
Με την προσευχή ηρέμησε, κι όταν το βράδυ έπεσε να κοιμηθεί, βλέπει στον ύπνο της την Παναγία -βασίλισσα στο θρόνο - και πλάι της τον Ταξιάρχη. Της χαμογελούσαν.
Το πρωί ξεκίνησε για να εισαχθεί στο νοσοκομείο. Έκανε πολλές εξετάσεις και περίμενε τ' αποτελέσματα. Κάποια στιγμή την κάλεσαν οι γιατροί και της είπαν:
- Δεν έχεις απολύτως τίποτα, κυρία μου. Μπορείς να πάς στο σπίτι σου...
Από τότε είναι εντελώς υγιής και δοξάζει τον Κύριο και τη χάρη του αρχαγγέλου Τους δόξες τους.
ΓΙΑ ΜΙΑ ΠΡΙΓΚΙΠΙΣΣΑ...

http://www.booksinfo.gr/literature/sanparamithi

Επέμβαση του αρχαγγέλου Μιχαήλ σε εγχείρηση

Επέμβαση του αρχαγγέλου Μιχαήλ σε εγχείρηση

Ένα από τα πολλά θαύματα του Ταξιάρχη στο Μανταμάδο της Λέσβου, με προσωπική παρουσία του, είναι και ή θεραπεία ενός παιδιού, του Βασίλη Καραστήρη από την Αθήνα.
Ενώ έπαιζε ο μικρός, έπεσε και χτύπησε άσχημα στο κεφάλι. Τον μετέφεραν στο νοσοκομείο, όπου διαπίστωσαν πώς είχε μείνει τυφλός και παράλυτος.
Ό διευθυντής κάλεσε τους γονείς του παιδιού στο γραφείο του και τους είπε:
- Ή κατάσταση είναι σοβαρή. Χρειάζεται άμεση επέμβαση, αλλά οι ελπίδες επιτυχίας είναι σχεδόν μηδαμινές, μία ως δύο στις εκατό. Πρέπει ν' αποφασίσετε έγκαιρα, Πριν είναι αργά.
Ή μητέρα ένιωσε να χάνει τον κόσμο. Ό πατέρας ρώτησε:
- Δεν υπάρχει άλλη λύση, άλλη ελπίδα, γιατρέ μου;
- Δυστυχώς, όχι.
Έσκυψε τότε και υπέγραψε. Το παιδί οδηγήθηκε στο χειρουργείο. Ενώ το ετοίμαζαν για την εγχείρηση, καθώς διηγήθηκε αργότερα το ίδιο, το σκοτάδι των ματιών του διαλύθηκε, κι ένα φωτεινό όραμα πήρε τη θέση του:
Βρέθηκε μπροστά σ' ένα ναό με καμάρες, πού ή πρόσοψη του ήταν χτισμένη με κόκκινες πέτρες. Από την ανοιχτή του πόρτα έβγαινε ένα εκτυφλωτικό φως.
Ό Βασιλάκης πλησίασε στην πόρτα, και τι να δει! Ένα ωραίο παλικάρι, λουσμένο στο φως, είχε απλώσει τα χέρια και τον καλούσε: "Έλα Βασίλη, μη φοβάσαι, θα γίνεις καλά. Εγώ θα οδηγώ στην εγχείριση το χέρι του γιατρού."
Το παιδί πλησίασε, γονάτισε μπροστά του, αγκάλιασε τα πόδια του νέου κι ακούμπησε το κεφάλι του στον αριστερό του μηρό. Τότε εκείνος άπλωσε το χέρι του και χάιδεψε το κεφάλι του μικρού.
Πριν χαθεί η οπτασία, τα παιδικά μάτια πρόλαβαν και είδαν στο βάθος του ναού μια εικόνα μαυριδερή με ασημένιες φτερούγες.
Ή εγχείριση πέτυχε. Ή δράση και οι κινήσεις των μελών επανήλθαν. Οι γιατροί απέδωσαν την επιτυχία σε θαύμα. Ήταν 8 Νοεμβρίου, εορτή των παμμεγίστων Ταξιαρχών.
Πέρασαν χρόνια. Έγιναν πολλές άλλ' άκαρπες αναζητήσεις. Ώσπου μια μέρα, σε τηλεοπτική παρουσίαση, αναγνώρισε ανέλπιστα και με συγκίνηση ο Βασίλης το ναό της οπτασίας του. Και πήγε προσκυνητής στον Ταξιάρχη, για να προσφέρει τα δάκρυα της ευγνωμοσύνης του στο σωτήρα της ζωής του.
ΓΙΑ ΜΙΑ ΠΡΙΓΚΙΠΙΣΣΑ...

http://www.booksinfo.gr/literature/sanparamithi

Θαύματα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ. Ή ανέλπιστη σωτηρία

Θαύματα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ.

Ή ανέλπιστη σωτηρία

Στα 1963, το πρωινό εκείνο της επιθέσεως των Τουρκοκυπρίων στη μαρτυρική Κύπρο, όταν μπήκε ο νεωκόρος στο ιερό προσκύνημα του Μανταμάδου για ν' ανάψει το καντήλι του Ταξιάρχη, είδε κατάπληκτος πώς η ολόσωμη εικόνα του έλειπε!
Αύτη ή απροσδόκητη εξαφάνιση προκάλεσε σύγχυση στον ευσεβή λαό και κράτησε μια βδομάδα. Ξαφνικά, η εικόνα βρέθηκε πάλι στη θέση της, όπως είχε εξαφανιστεί.
Πέρασε καιρός. Ένα χειμωνιάτικο πρωινό ο νεωκόρος του Μανταμάδου άκουσε ποδοβολητό αλόγου. Βγαίνει έξω και βλέπει ένα νέο, πού μόλις είχε ξεπεζέψει, να σηκώνει στους ώμους του ένα κριάρι.
Μπήκαν μαζί στο ναό, κι ο νέος προχώρησε στην εικόνα του Ταξιάρχη, απίθωσε εκεί το κριάρι και άναψε λαμπάδα ίση με το μπόι του. Ύστερα γονάτισε, προσκύνησε την εικόνα και χάιδεψε με βουρκωμένα μάτια και τρεμάμενα χείλη το ανάγλυφο πρόσωπο του αρχαγγέλου.
- Είναι ο σωτήρας μου, γυρίζει και λέει συγκινημένος στο νεωκόρο. Αυτός μ' έσωσε από τους Τούρκους.
- Πες μου, παιδί μου, τι σου συνέβη; ρώτησε μ' ενδιαφέρον εκείνος, καθώς έβγαιναν από το ναό.
- Στα τελευταία γεγονότα με τους Τούρκους, άρχισε ο νέος, υπηρετούσα τη στρατιωτική μου θητεία στην Κύπρο. Ήταν περασμένα μεσάνυχτα της 12ης Αυγούστου, όταν μας ξάφνιασαν τα πυρά των Τουρκοκυπρίων. Ήμασταν πάντα σ' επιφυλακή, γιατί ξέραμε τι ύπουλος εχθρός ήταν απέναντι μας. Μας δυσκόλευαν λίγο οι βολές του πολεμικού τους ναυτικού, αλλά δεν μας έβλαψε καθόλου ή αεροπορία τους. Σε λίγες ώρες ελέγχαμε την κατάσταση και προχωρήσαμε στην αντεπίθεση. Λες κι είχαμε στα πόδια μας φτερά. Τους πήραμε φαλάγγι και τους κυνηγήσαμε. Λίγο ακόμα και θα τους ρίχναμε στη θάλασσα.
Ενώ τρέχαμε ακράτητοι από ενθουσιασμό και σχεδόν ακάλυπτοι, βλέπω ξαφνικά μπροστά μου, σε πέντε μέτρα απόσταση, να ξεπροβάλλει ένας ακανόνιστος όγκος. Σταμάτησα απότομα, και τότε... μέσα στο σύθαμπο της αυγής διέκρινα ένα τουρκικό πολυβολείο. Είδα την κάννη του πολυβόλου να στρέφεται πάνω μου, και, μη έχοντας που να καλυφθώ, έπεσα με το πρόσωπο στη γη, σκεπάζοντας καλά με το κράνος το κεφάλι μου. "Ταξιάρχη μου, σώσε με!", είπα μέσα μου, κι αμέσως ήρθε στο νου μου ο πατέρας μου, πού σώθηκε θαυματουργικά από βέβαιο θάνατο στο αλβανικό μέτωπο, τάζοντας στον Ταξιάρχη ένα κριάρι. "Ταξιάρχη μου σώσε με!", μουρμούρισα πάλι, κάνοντας κι εγώ το ίδιο τάμα.
Την ίδια στιγμή ένας εκκωφαντικός κρότος πήρε σχεδόν την ακοή μου. "Με χτύπησαν", σκέφτηκα, κι έφερα στο νου μου τ' αγαπημένα μου πρόσωπα... Ύστερα ένιωσα να μ' ακουμπούν, να με ψάχνουν, να με σηκώνουν. Ήταν οι δικοί μας. "Χτύπησες; Πώς είσαι;", άκουσα αμυδρά τη φωνή τους. Ψάχτηκα, μα δεν βρήκα τραύμα. Τότε θυμήθηκα το πολυβολείο. Κοίταξα προς τα κει, αλλά δεν είδα τίποτα.
"Εδώ ακριβώς", φώναξα, "υπήρχε τουρκικό πολυβολείο". Πήγαμε κοντά, ερευνήσαμε, μα δεν το βρήκαμε. Στη θέση πού ορθωνόταν Πριν το πολυβολείο, υπήρχαν τώρα μόνο συντρίμμια και μια τεράστια τρύπα. Φαίνεται πώς στην κρίσιμη για μένα στιγμή, κάποια οβίδα πλοίου ή κάποιος όλμος έκανε συντρίμμια το επικίνδυνο πολυβολείο, ενώ συγχρόνως κάποια ανώτερη δύναμη με φύλαξε τελείως αβλαβή κι απ' τα πυρά κι από την έκρηξη.
Ό νεωκόρος, πού μέχρι τώρα παρακολουθούσε συγκινημένος, πήρε το λόγο:
- Ναί, παιδί μου, ήταν ο Ταξιάρχης. Αυτός σ' έσωσε. Τότε, με τα επεισόδια της Κύπρου, είχε χαθεί από δω ή εικόνα του για μια βδομάδα.
Ό νέος ταράχθηκε. Αγκάλιασε με το βλέμμα του την εικόνα του αρχαγγέλου και τα μάτια του βούρκωσαν. Ήταν ένα ακόμη "ευχαριστώ" για την ανέλπιστη σωτηρία του.
ΓΙΑ ΜΙΑ ΠΡΙΓΚΙΠΙΣΣΑ...

http://www.booksinfo.gr/literature/sanparamithi

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΑΣ ΤΟΥ ΤΑΞΙΑΡΧΗ

ΓΥΡΩ στο 10ο με 11ο αιώνα, όταν το Βυζαντινό κράτος μεσουρανούσε, οι Σαρακηνοί πειρατές βρίσκονταν κι αυτοί στις δόξες τους. Λυμαίνονταν τα νησιά του Αιγαίου, λήστευαν, έκαιγαν κι αιχμαλώτιζαν ανθρώπους, πού τους προόριζαν για τα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής.
Ή Λέσβος, πλούσια κι ελκυστική, είχε γίνει διαλεχτή λεία των κουρσάρων. Στην τοποθεσία Λεσβάδος, κοντά στο Μανταμάδο, υπήρχε μια αρχαία πολιτεία, ο Στένακας, και όχι πολύ μακριά της ένα μοναστήρι των Ταξιαρχών, πού ή ίδρυση του χάνεται στα βάθη των αιώνων.

Πηγή:http://www.pigizois.net


Το ιστορικό του το μαθαίνουμε από τη ζωντανή τοπική παράδοση, πού έφτασε ως τις μέρες μας.

Το μοναστήρι ήταν οχυρωμένο σαν κάστρο με τείχη και πύργο, κι από νωρίς είχε προκαλέσει το ενδιαφέρον των πειρατών, πού το 'χαν βάλει πείσμα να το πατήσουν.
Έτσι κάποια άνοιξη, ο αρχιπειρατής Σιρχάν, ένας άγριος και μελαψός γίγαντας, ζωσμένος το μπαλτά και τη σπάθα, κάλεσε το τσούρμο του και τους είπε:
- Αυτή τη φορά, το δίχως άλλο, θα μπούμε στο μοναστήρι. Εγώ θέλω μόνο το χρυσό ποτήρι, πού λειτουργάνε οι καλόγεροι, για να πίνω το κρασί μου. Όλα τ' αλλά δικά σας.
Ό ίδιος δεν θα 'παιρνε μέρος στην επιχείρηση. Δεν καταδεχόταν τέτοιες μικροδουλειές.
Έβαλαν πλώρη για τη Λέσβο. Πλησίασαν το μοναστήρι μεσάνυχτα και κρύφτηκαν στα δέντρα.

Στο μεταξύ οι καλόγεροι, ανέμελοι από την ησυχία του χειμώνα, δεν φύλαγαν το μοναστήρι όπως έπρεπε. Κάποια στιγμή χτύπησε το σήμαντρο, πού καλούσε τους μοναχούς στην ορθρινή ακολουθία. Τα βήματα τους ακούστηκαν ρυθμικά στον ξύλινο εξώστη, καθώς κατέβαιναν στην εκκλησία. Σε λίγο όλα ησύχασαν.
Τότε o αρχηγός έδωσε το σύνθημα. Ένας πειρατής έριξε το γάντζο, σκαρφάλωσε στα τείχη, πήδηξε στην αυλή και άνοιξε τη μεγάλη καστρόπορτα. Οι κουρσάροι όρμησαν με αλαλαγμούς στην εκκλησία. Πριν συνέλθουν οι μοναχοί από τον αιφνιδιασμό, περνούσαν από τη ζωή στο θάνατο...
Ένα δόκιμο καλογέρι, ο Γαβριήλ, βρισκόταν στο ιερό. Γρήγορος κι ευκίνητος, σκαρφάλωσε στη στέγη του ναού. ΟΙ πειρατές τον ακολούθησαν. Τότε όμως ακούστηκε μια δυνατή βουή, και ή σκεπή μετατράπηκε θαυματουργικά σε φουρτουνιασμένο πέλαγος. Πάνω στ' αφρισμένα κύματα ένας πελώριος και αγριωπός Στρατιώτης, με σπάθα πού έβγαζε φωτιές, όρμησε εναντίον τους. Εκείνοι παράτησαν αμέσως όπλα και κλοπιμαία κι έφυγαν πανικόβλητοι.
Ό Γαβριήλ, ο μόνος πού απέμεινε ζωντανός από την τραγωδία, συγκλονισμένος από το θαύμα του αρχαγγέλου πλησίασε και πρόσπεσε στο εικονοστάσι του. Όταν συνήλθε από την ταραχή, σήκωσε τα μάτια. Αλλά τι πρόσωπο ήταν αυτό; Αν και ζωγραφισμένο, φαινόταν ζωντανό κι είχε μια θεϊκή γλυκύτητα.


Ό δόκιμος επιθύμησε να το ζωγραφίσει.
- Ταξιάρχη μου, παρακάλεσε, μεσίτευσε στον Κύριο ν' αναπαύσει τους αδελφούς μου. Κι έμενα αξίωσε με ν' απεικονίσω την εξαίσια μορφή σου.
Αμέσως, σαν να φωτίστηκε από τον αρχάγγελο, πήρε ένα σφουγγάρι, μάζεψε μ' αυτό ευλαβικά το αίμα των μοναχών σε μια λεκάνη, το ανακάτεψε με ασπρόχωμα και άρχισε να πλάθει την εικόνα του.
Από την αρχή της εργασίας ένιωσε αισθητή τη βοήθεια του Ταξιάρχη. Τα χέρια του, σαν να τα οδηγούσε αόρατη δύναμη, σχημάτιζαν γρήγορα και σταθερά με τον πηλό το πρόσωπο του αρχαγγέλου Μιχαήλ. Το πρόσωπο εκείνο πού είδε στη σκεπή του ναού, το αγριωπό, αλλά με τη θεϊκή χάρη.

Ενώ στο μοναστήρι του Ταξιάρχη παιζόταν αυτό το δράμα, η ζωή στους γύρω συνοικισμούς συνεχιζόταν ήσυχη. Μόνο ένα τσοπανόπουλο, καθώς αγνάντευε τη θάλασσα από μια κορυφή, είδε κουρσάρικα καράβια λίγο πιο μέσα άπ' την ακτή.
Πήδηξε στ' άλογο του και κάλπασε προς τη μονή για να ειδοποιήσει τους μοναχούς να φυλαχθούν. Το θέαμα όμως πού αντίκρισε, τον έριξε κάτω λιπόθυμο.
Όταν συνήλθε, έτρεξε και ειδοποίησε τον Αλέξη, τον άρχοντα του Στένακα, για τα συμβάντα. Εκείνος ξεκίνησε αμέσως για το μοναστήρι μ' άλλους πενήντα καβαλάρηδες.
Όταν μπήκε στο ναό τάχασε. Είδε τους μοναχούς σφαγμένους και βαμμένους στο αίμα και τον ηγούμενο νεκρό μπροστά στην αγία Τράπεζα! Έσφιξε τα δόντια και βγήκε έξω με διάθεση να εκδικηθεί.
Πήδηξαν όλοι στ' άλογα τους κι ακολουθώντας τ' άχνάρια των πειρατών, πλησίασαν σ' ένα πλάτωμα. Απότομα σταμάτησαν. Το θέαμα πού αντίκρισαν τούς έκανε κι ανατρίχιασαν. Είδαν αυτούς πού καταδίωκαν, νεκρούς και σκορπισμένους σ' όλο το πλάτωμα. Μια σπαθιά, πού άρχιζε άπ' το μέτωπο κι έφτανε ως την κοιλιά, ήταν χαραγμένη στο σώμα του καθενός και τ' άνοιγε στα δύο. Ή μαχαιριά σε κάθε σώμα ήταν ακριβώς ή ίδια.
Κανείς άπ' τους καβαλάρηδες δεν ρώτησε ποιος το 'κανε. Όλοι μάντευαν τον τιμωρό. Δεν είχαν αμφιβολία.
- Μεγάλη η χάρη κι η δύναμη σου, αρχάγγελε! ψέλλισαν και σταυροκοπήθηκαν.


Στο μεταξύ, δυο πειρατές, πού είχαν μείνει στην παραλία περιμένοντας τους συντρόφους τους, ανησύχησαν από την αργοπορία και ανηφόρισαν για να τους συναντήσουν.
Όταν αντίκρισαν στο πλάτωμα το μακάβριο θέαμα, γύρισαν γρήγορα στα καράβια, οπού περίμενε με αγωνία ο αρχηγός τους, και του διηγήθηκαν την τραγωδία. Μόλις τ' ακούσε εκείνος, χτύπησε τη γροθιά του στο τραπέζι και ορκίστηκε εκδίκηση.
Τον άλλο χρόνο έβαλε σ' εφαρμογή το σχέδιο του για την κατάληψη του Στένακα. Μια νύχτα οι πειρατές αποβιβάστηκαν αθόρυβα στην παραλία και ετοιμάζονταν να επιτεθούν τα χαράματα στη μικρή πολιτεία, πού κοιμόταν ανυποψίαστη.
Αυτή την κρίσιμη ώρα επεμβαίνει και πάλι ο Ταξιάρχης. Ό Στέφανος, ο γιος του άρχοντα 'Αλέξη, πού μόλις είχε πέσει να κοιμηθεί, βλέπει μπροστά του τον αρχάγγελο. Ήταν πανώριος μες στην ολόχρυση πανοπλία του. Τα ξανθά μαλλιά του χύνονταν στους ώμους κι έδιναν στα κάτασπρα φτερά του χρυσή ανταύγεια. Στο δεξί χέρι κρατούσε πύρινη ρομφαία, ενώ τ' αριστερό ήταν σηκωμένο με τεντωμένο το δείκτη. Χαμογέλασε στο νέο και με γλυκεία φωνή του είπε:
- Σήκω πάνω, Στέφανε. Πήγαινε γρήγορα με τον πατέρα σου να ετοιμάσετε την άμυνα της πόλης. Έρχονται οι Σαρακηνοί να σας αφανίσουν. Μη φοβηθείτε! Στο πλευρό σας θα είμαστε εγώ κι ο προστάτης σου Άγιος. Θα σας προστατεύουμε και θα σας καθοδηγούμε. Οι πειρατές έχουν αράξει στον όρμο, κάτω από την πόλη σας. Λίγοι άπ' αυτούς θ' αναρριχηθούν στο κάστρο, για να εξουδετερώσουν το σκοπό της πύλης και ν' ανοίξουν την καστρόπορτα. Θα σας επιτεθούν την ώρα πού ή νύχτα παλεύει με τη μέρα. Προσοχή στην πύλη!


Τα γεγονότα εξελίχθηκαν όπως τα είπε ο Ταξιάρχης. Όταν οι κουρσάροι επιτέθηκαν, βρήκαν τους υπερασπιστές στις επάλξεις. Την ίδια ώρα ένα απόσπασμα με αρχηγό το Στέφανο, πού είχε κατηφορίσει αθόρυβα στην παραλία, έβαζε φωτιά στα πειρατικά καράβια. Οι πειρατές είδαν τη φωτεινή ανταύγεια της φωτιάς και τα 'χασαν. Ό πανικός πού ακολούθησε ήταν απερίγραπτος. Ενώ έτρεχαν προς τη θάλασσα, τους καταδίωκαν έφιπποι οι Στενακιώτες και τους αποδεκάτιζαν.
Μια ομάδα με τον αρχιληστή κατάφερε να ξεφύγει, ακολουθώντας πορεία μέσα από το δάσος. Έπεσε όμως πάνω στο απόσπασμα πού είχε Πριν λίγο κάψει τα καράβια, και βρέθηκε κυκλωμένη. Σε λίγο κι αυτοί οι πειρατές, μαζί με τον αρχιληστή, είχαν εξολοθρευτεί.


Πέρασαν αιώνες. Το μοναστήρι ερειπώθηκε από τις αλλεπάλληλες επιδρομές των Αγαρηνών. Τον 18ο αιώνα ο μικρός παλαιός ναός αντικαταστάθηκε με νέο και μεγαλύτερο, μα η ανάγλυφη θαυματουργή εικόνα του αρχαγγέλου διασώθηκε ως τις μέρες μας, όπως ακριβώς τη φιλοτέχνησε ο δόκιμος Γαβριήλ. Διατηρεί την πρώτη ζωντάνια της και παραμένει άφθορη από το χρόνο κι από τους ασπασμούς χιλιάδων προσκυνητών. Στο μέτωπο και στα μαγουλά του οι πιστοί κολλάνε μεταλλικά νομίσματα, πού αφήνουν σημάδια στο πρόσωπο του, αλλά γρήγορα εξαλείφονται. Κάθε τόσο τα μάτια του αρχαγγέλου βουρκώνουν, και οι χριστιανοί σκουπίζουν με μπαμπάκι τα δάκρυα του. Το ίδιο κάνουν με τον ίδρωτα, όταν συμβαίνει το πρόσωπο του να Ιδρώνει.
Συγκλονιστικά θαύματα επιτελεί ή χάρη του σ' όσους προστρέχουν με πίστη κοντά του. 'Αλλά και το χτίσιμο του νέου ναού του άρχισε και τελείωσε με θαύμα:
Ή επιτροπή πού συγκροτήθηκε για την ανέγερση του, αποφάσισε να τον χτίσει λίγο μακρύτερα από το μοναστήρι.


Οι εργάτες άρχισαν να σκάβουν τα θεμέλια, αλλά το πρωί τα βρήκαν σκεπασμένα με χώμα, ενώ τα εργαλεία τους ήταν στην αυλή του παλιού ναού. Ξαναέσκαψαν τα θεμέλια από την αρχή. Κι όταν βράδιασε, άφησαν επίτηδες τα εργαλεία τους εκτεθειμένα, ενώ μερικοί άνδρες κρύφτηκαν στους θάμνους για να δουν τι θα συμβεί.
Τα μεσάνυχτα λοιπόν είδαν κάτι ανέλπιστο: Ένα δυνατό φως σηκώθηκε από τον παλιό ναό, σχημάτισε καμπύλη και στάθηκε πάνω από τα θεμέλια. Ύστερα ακολούθησε την αντίστροφη πορεία και χάθηκε. Οι φύλακες έμειναν εκστατικοί. Συγχρόνως ένιωσαν μυρωδιά από φρεσκοσκαμμένο χώμα. Πλησιάζουν στα θεμέλια και τα βρίσκουν πάλι σκεπασμένα. Τρέχουν στο δέντρο πού ήταν κρεμασμένα τα εργαλεία, αλλά εκείνα έλειπαν.
Ξεκίνησαν ζαλισμένοι για τον παλιό ναό, στο μοναστήρι του Ταξιάρχη. Είχε αρχίσει να χαράζει, όταν ακούστηκε ξαφνικά ή καμπάνα της μονής. Σταμάτησε για λίγο κι άρχισε πάλι να χτυπάει σιγά και ρυθμικά. Κι όμως, καθώς αργότερα έμαθαν, δεν τη χτυπούσε ανθρώπινο χέρι. Έφτασαν, τέλος, στο μοναστήρι και μπήκαν στην αυλή. Εκεί είδαν ακουμπισμένα στον τοίχο με τάξη τα εργαλεία, στο ίδιο σημείο πού τα είχαν βρει και την προηγούμενη μέρα. Κατάλαβαν πια πώς ήταν θέλημα του αρχαγγέλου να χτιστεί ο καινούργιος ναός στη θέση του παλιού.
Ή κατασκευή ξεκίνησε. Όλοι βοηθούσαν στις εργασίες, ακόμα και οι Τούρκοι. Τον σέβονταν από παλιά και τον φοβόντουσαν. Μερικοί άπ' αυτούς είχαν τολμήσει να προσβάλουν το ναό του ή να μπουν στο προαύλιο καβάλα στ' άλογο τους, και τότε τον είδαν άγριο να τους κυνηγάει και να τους διώχνει.


Όταν ήρθε ή ώρα να μετακινηθεί ή ανάγλυφη εικόνα, στάθηκε αδύνατο. Ό Ταξιάρχης εμπόδισε κάθε προσπάθεια για μετακίνηση της. Ήθελε η εικόνα του να παραμείνει εκεί πού την τοποθέτησε ο Γαβριήλ, ο κατασκευαστής της.
Οι εργασίες προχώρησαν γοργά και πλησίαζαν στο τέλος. Τα χρήματα όμως ήταν λιγοστά. Δεν έφταναν ούτε για τα μεροκάματα των εργατών. Συγκεντρώθηκαν τότε τα μέλη της επιτροπής ανεγέρσεως του ναού στο σπίτι του ταμία. Έμειναν μέχρι αργά το βράδυ προσπαθώντας να βρουν κάποια λύση. Μα έφυγαν άπρακτοι.
Ήταν περασμένα μεσάνυχτα. Ό ταμίας καθόταν σε μια πολυθρόνα βαρύθυμος και σκεπτικός, όταν ξαφνικά άνοιξε ή πόρτα. Ένας άγνωστος πέρασε μέσα, ανέβηκε τη σκάλα και προχώρησε στο δωμάτιο, όπου βρισκόταν το μπαούλο με τα λιγοστά χρήματα της επιτροπής.
Ό ταμίας προσπάθησε να σηκωθεί, αλλά δεν μπόρεσε. Ένιωθε τα πόδια του καρφωμένα. Άκουσε το μπαούλο ν' ανοίγει κι ύστερα από λίγο να κλείνει. Μετά είδε τον ξένο να επιστρέφει με βήματα αργά και βαριά.


Ήταν ένας νέος με σγουρά μαλλιά και ματιά φωτεινή σαν αστραπή. Φορούσε ρόδινο σακάκι και μαύρες μπότες, πού ανέβαιναν μέχρι τους μηρούς. Χαμογέλασε στο νοικοκύρη και είπε:
- Τα χρήματα για τις πληρωμές βρίσκονται μέσα στο μπαούλο.
Ύστερα κούνησε το χέρι, σαν να τον χαιρετούσε, άνοιξε την εξώπορτα και χάθηκε στο σκοτάδι.
Ό ταμίας έτρεξε στο μπαούλο. Ήταν κλειδωμένο. Το άνοιξε και τι να δει! Τρεις σειρές από φλουριά, μητζίτια και λίρες. Τα έπιασε στη χούφτα του για να βεβαιωθεί, και τ' άφησε πάλι να πέσουν.
Τα χρυσά αυτά νομίσματα, πού πρόσφερε για το ναό του ο ίδιος ο αρχάγγελος Μιχαήλ, ήταν ακριβώς όσα χρειάζονταν για να πληρωθούν τα έξοδα, μέχρι και το τελευταίο γρόσι.

Ο Άγιος Ταξιάρχης σωζει την ζωη της και την ψυχή του αδερφού της .

Ο Άγιος Ταξιάρχης σωζει την ζωη της  και την ψυχή του αδερφού της .

 Ο Γιάννης Aπήκος, από το Μανταμάδο της Λέσβου, ξενιτεμένος στη Γερμανία, ζούσε ήσυχα και χριστιανικά με τη γυναίκα του Καλλιόπη.
Το Νοέμβριο του 1987 ή Καλλιόπη αρρώστησε σοβαρά με βαρύ εγκεφαλικό.
 Μεταφέρθηκε αμέσως σε γερμανικό νοσοκομείο, όπου παρέμεινε σε κωματώδη κατάσταση για πέντε βδομάδες.Οι γιατροί δεν της έδιναν ζωή. Ώρα με την ώρα περίμεναν το μοιραίο.

Στην οικογένεια επικρατούσαν πόνος και θλίψη. Να όμως πού φάνηκε κάποια ελπίδα:
Ο προστάτης του Μανταμάδου, της ιδιαίτερης πατρίδας τους, ο Ταξιάρχης Μιχαήλ.
Όλη η οικογένεια γονάτισε αυθόρμητα μπροστά στο εικονοστάσι και σήκωσε τα μάτια Ικετευτικά στο εικόνισμα του αρχαγγέλου. Προσευχήθηκαν με πόνο, με πίστη, με δάκρυα. Ύστερα σηκώθηκαν γαληνεμένοι, με κάποια κρυφή ελπίδα.

Άπ' αυτήν όμως την ομαδική προσευχή απουσίασε ο αδελφός της άρρωστης, ο Ηρακλής. Ήταν μάρτυρας του Ιεχωβά, γι' αυτό είχε ανοίξει αθόρυβα την πόρτα κι είχε εξαφανιστεί.
Πρωί-πρωί ξεκίνησαν για το νοσοκομείο. Εκεί δοκίμασαν μια έκπληξη. Ή άρρωστη, πού μέχρι χθες βρισκόταν σε κώμα, είχε ανοιχτά τα μάτια και τους κοιτούσε.
- Τι συμβαίνει, Καλλιόπη; ρώτησε ο Γιάννης.

- Που πήγατε την εικόνα του Ταξιάρχη πού είχαμε στο σπίτι; ρώτησε εκείνη με δυσκολία.
-  Εκεί είναι, στη θέση της.

Τότε φάνηκε ή γυναίκα να ησυχάζει, και με πολύ κόπο συνέχισε.

- Χθες το βράδυ μ' επισκέφθηκε ο Ταξιάρχης και στάθηκε εδώ, δίπλα μου. Ήταν λίγο στενοχωρημένος. Με κοίταξε πονετικά και μου είπε: "Θέλω ν' απλώσω τις φτερούγες μου και να σας σκεπάσω, αλλά δυσκολεύομαι". Με κοίταξε λίγο ακόμα κι εξαφανίστηκε. Τι συμβαίνει Γιάννη; Γιατί διστάζει ο Ταξιάρχης;
Ο Γιάννης αμέσως κατάλαβε. Το εμπόδιο ήταν ο χιλιαστής αδελφός της.
Το βράδυ τον συνάντησε, τον ενημέρωσε και, τελειώνοντας, τόνισε:

- Ο αρχάγγελος, Ηρακλή, δεν θέλει μόνο τη σωματική θεραπεία της αδελφής σου, αλλά και τη δική σου την ψυχική. Θέλει τη σωτηρία σου. Θέλει την επιστροφή σου στην ορθόδοξη πίστη. Και μαζί μ' αυτή, θέλει και την προσευχή σου για την αδελφή σου.

Σε λίγο άρχισε ένας αγώνας σκληρός. Πάλευε ο χιλιαστής με την ορθόδοξη χριστιανική του συνείδηση. Η τελευταία είχε σύμμαχο την αγάπη της αδελφής του. Τελικά υπέκυψε στη δύναμη του Χρίστου, γονάτισε μπροστά στο εικονοστάσι, προσευχήθηκε με δάκρυα, αναγεννήθηκε.
Το πρωί βιάστηκαν όλοι να πάνε στο νοσοκομείο.
Μα τι να δουν! Η άρρωστη τους περίμενε όρθια. Ο θάλαμος ήταν γεμάτος από γιατρούς και νοσοκόμες. Τα είχαν όλοι χαμένα.

- Τη νύχτα, άρχισε να λέει χαρούμενη h Καλλιόπη, άκουσα μέσα στην ησυχία δυνατό φτερούγισμα. Κοιτάζω ξαφνιασμένη, και βλέπω πάλι τον Ταξιάρχη. Τώρα όμως ήταν χαρούμενος και γελαστός.
"Θα γίνεις καλά", μου είπε.
Σήκωσε το χέρι του, με σταύρωσε, μου χαμογέλασε και χάθηκε. Έκανα να σηκωθώ, και είδα πώς μπορούσα.
Στο θάλαμο νοσηλευόταν μια ακόμη άρρωστη. Με είδε πού περπατούσα, ήρθε και μ' αγκάλιασε. "Τα είδα όλα", μου είπε.

"Εί­δα να σε πλησιάζει στο κρεβάτι σου κάποιος ψηλός, μαυριδερός και λευκοντυμένος άνδρας. Τον είδα να κουνάει τα χέρια του. Και ξαφνικά χάθηκε...
 Στην αρχή νόμισα πώς ήταν γιατρός με την άσπρη μπλούζα. Αυτός όμως ήταν ασυνήθιστα ψηλός, πάνω από δύο μέτρα. Δεν πατούσε στη γη και δεν έκαναν θό­ρυβο τα πόδια του. Με την παρουσία του ξεχύθηκε μια ευωδιά στο δωμάτιο. Τρόμαξα και σκεπάστηκα περισσότερο."

- Τι θα κάνουμε τώρα; ρώτησε ο Γιάννης το γιατρό.
- Δεν ξέρω, κύριε. Μόνο ένα θαύμα μπορούσε να φέρει αυτό το αποτέλεσμα. Και το θαύμα έγινε!

Την επόμενη  μέρα ο Γιάννης βρισκόταν κιόλας στην πατρίδα του, μπροστά στον Ταξιάρχη, κι έβρεχε την ιερή εικόνα του ευεργέτη του με δάκρυα χαράς κι ευγνωμοσύνης.
Πηγή:http://www.zoiforos.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=94&Itemid=29

H εμφάνιση του Άγιου Ταξιάρχη κατα την τουρκική εισβολή στην Κύπρο.

Το υλικό για τη δημιουργία της ενότητας , προέρχεται απο το έργο του Πρωτοπρεσβύτερου.Ευστράτιου Δήσσου 
"ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΚΑΙ ΤΑ ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΤΑΞΙΑΡΧΗ ΜΑΝΤΑΜΑΔΟΥ
σε συνδιασμό με σχετικές δημοσιεύσεις που  εντοπίσαμε  -μετα απο σχετική έρευνα- στο διαδίκτυο :

H εμφάνιση του Άγιου Ταξιάρχη κατα την τουρκική εισβολή στην Κύπρο.

Στα 1963, το πρωινό εκείνο της επιθέσεως των Τουρκοκυπρίων στη μαρτυρική Κύπρο, όταν μπήκε ο νεωκόρος στο ιερό προσκύνημα του Μανταμάδου για ν' ανάψει το καντήλι του Ταξιάρχη, είδε κατάπληκτος πώς η ολόσωμη εικόνα του έλειπε!

    Αύτη ή απροσδόκητη εξαφάνιση προκάλεσε σύγχυση στον ευσεβή λαό και κράτησε μια βδομάδα. Ξαφνικά, η εικόνα βρέθηκε πάλι στη θέση της, όπως είχε εξαφανιστεί.

    Πέρασε καιρός. Ένα χειμωνιάτικο πρωινό ο νεωκόρος του Μανταμάδου άκουσε ποδοβολητό αλόγου.   Βγαίνει έξω και βλέπει ένα νέο, πού μόλις είχε ξεπεζέψει, να σηκώνει στους ώμους του ένα κριάρι.

    Μπήκαν μαζί στο ναό, κι ο νέος προχώρησε στην εικόνα του Ταξιάρχη, απίθωσε εκεί το κριάρι και άναψε λαμπάδα ίση με το μπόι του. Ύστερα γονάτισε, προσκύνησε την εικόνα και χάιδεψε με βουρκωμένα μάτια και τρεμάμενα χείλη το ανάγλυφο πρόσωπο του αρχαγγέλου.
    - Είναι ο σωτήρας μου, γυρίζει και λέει συγκινημένος στο νεωκόρο. Αυτός μ' έσωσε από τους Τούρκους.
    - Πες μου, παιδί μου, τι σου συνέβη; ρώτησε μ' ενδιαφέρον εκείνος, καθώς έβγαιναν από το ναό.
    - Στα τελευταία γεγονότα με τους Τούρκους, άρχισε ο νέος, υπηρετούσα τη στρατιωτική μου θητεία στην Κύπρο.
Ήταν περασμένα μεσάνυχτα της 12ης Αυγούστου, όταν μας ξάφνιασαν τα πυρά των Τουρκοκυπρίων. Ήμασταν πάντα σ' επιφυλακή, γιατί ξέραμε τι ύπουλος εχθρός ήταν απέναντι μας. Μας δυσκόλευαν λίγο οι βολές του πολεμικού τους ναυτικού, αλλά δεν μας έβλαψε καθόλου ή αεροπορία τους. Σε λίγες ώρες ελέγχαμε την κατάσταση και προχωρήσαμε στην αντεπίθεση. Λες κι είχαμε στα πόδια μας φτερά. Τους πήραμε φαλάγγι και τους κυνηγήσαμε. Λίγο ακόμα και θα τους ρίχναμε στη θάλασσα.

Ενώ τρέχαμε ακράτητοι από ενθουσιασμό και σχεδόν ακάλυπτοι, βλέπω ξαφνικά μπροστά μου, σε πέντε μέτρα απόσταση, να ξεπροβάλλει ένας ακανόνιστος όγκος. Σταμάτησα απότομα, και τότε... μέσα στο σύθαμπο της αυγής διέκρινα ένα τουρκικό πολυβολείο.
Είδα την κάννη του πολυβόλου να στρέφεται πάνω μου, και, μη έχοντας που να καλυφθώ, έπεσα με το πρόσωπο στη γη, σκεπάζοντας καλά με το κράνος το κεφάλι μου.
"Ταξιάρχη μου, σώσε με!", είπα μέσα μου, κι αμέσως ήρθε στο νου μου ο πατέρας μου, πού σώθηκε θαυματουργικά από βέβαιο θάνατο στο αλβανικό μέτωπο, τάζοντας στον Ταξιάρχη ένα κριάρι.   "Ταξιάρχη μου σώσε με!", μουρμούρισα πάλι, κάνοντας κι εγώ το ίδιο τάμα.
    Την ίδια στιγμή ένας εκκωφαντικός κρότος πήρε σχεδόν την ακοή μου. "Με χτύπησαν", σκέφτηκα, κι έφερα στο νου μου τ' αγαπημένα μου πρόσωπα... Ύστερα ένιωσα να μ' ακουμπούν, να με ψάχνουν, να με σηκώνουν. Ήταν οι δικοί μας. "Χτύπησες; Πώς είσαι;", άκουσα αμυδρά τη φωνή τους. Ψάχτηκα, μα δεν βρήκα τραύμα. Τότε θυμήθηκα το πολυβολείο. Κοίταξα προς τα κει, αλλά δεν είδα τίποτα.
    "Εδώ ακριβώς", φώναξα, "υπήρχε τουρκικό πολυβολείο". Πήγαμε κοντά, ερευνήσαμε, μα δεν το βρήκαμε.
Στη θέση πού ορθωνόταν Πριν το πολυβολείο, υπήρχαν τώρα μόνο συντρίμμια και μια τεράστια τρύπα. Φαίνεται πώς στην κρίσιμη για μένα στιγμή, κάποια οβίδα πλοίου ή κάποιος όλμος έκανε συντρίμμια το επικίνδυνο πολυβολείο, ενώ συγχρόνως κάποια ανώτερη δύναμη με φύλαξε τελείως αβλαβή κι απ' τα πυρά κι από την έκρηξη.

    Ό νεωκόρος, πού μέχρι τώρα παρακολουθούσε συγκινημένος, πήρε το λόγο:
    - Ναί, παιδί μου, ήταν ο Ταξιάρχης. Αυτός σ' έσωσε. Τότε, με τα επεισόδια της Κύπρου, είχε χαθεί από δω ή εικόνα του για μια βδομάδα.
    Ό νέος ταράχθηκε. Αγκάλιασε με το βλέμμα του την εικόνα του αρχαγγέλου και τα μάτια του βούρκωσαν. Ήταν ένα ακόμη "ευχαριστώ" για την ανέλπιστη σωτηρία του.

ΕΝΑ ΘΑΥΜΑ ΤΟΥ ΤΑΞΙΑΡΧΗ

ΠΗΓΗ  http://www.impantokratoros.gr/taxiarxhs-mantamado-thauma.el.aspx

 

Ένα θαύμα του Ταξιάρχη


Ένα θαύμα του Ταξιάρχη
ΝΕΑ ΘΑΥΜΑΣΤΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΤΟΥ ΤΑΞΙΑΡΧΗ

Ήταν ένα γλυκό Αυγουστιάτικο βραδινό. Ο εσπερινός τελείωνε όταν μια παρέα προσκυνητές, έφτανε στο Ναό μας.
—Πάτερ, την ευχή σας. Είναι ευλογημένο να διανυκτερεύσουμε εδώ απόψε και το πρωί να εκκλησιαστούμε και να κοινωνήσουμε;
Ήταν μια νεαρή γυναίκα που ρωτούσε και που με κάποιον άλλον νεαρό, βοηθούσαν ένα παλληκάρι να στέκεται όρθιο και να βαδίζει.
—Βεβαίως. Κανένα πρόβλημα. Έχουμε χώρο για όλους σας.
—Ευχαριστούμε πολύ, να είστε καλά. Μήπως εδώ μένει ο Δεσπότης;
—Όχι, όμως αύριο το πρωί θα μας επισκεφθεί.
—Αλήθεια; Ω Θεέ μου! Ανέλπιστη χαρά μας δίνετε, πάτερ μου.
—Μα τι συμβαίνει; Δεν καταλαβαίνω.
—Πάτερ μου, ο Ταξιάρχης έκανε ένα μεγάλο θαύμα στον αδελφό μου, είναι αυτός εδώ, ο Διονύσης.
Η νεαρή γυναίκα λέγοντας τις τελευταίες λέξεις στράφηκε προς το παλ¬ληκάρι που κρατούσε αγκαζέ μαζί με τον άλλο νεαρό. Με ένα τρυφερό χαμόγελο τον οδήγησε μπροστά μου, με τη βοήθεια του άλλου νέου. Το παλληκάρι έκανε μια υπόκλιση, όσο του επέτρεπε η κατάσταση του και απλώνοντας το χέρι του πήρε το δικό μου και το ασπάστηκε με σεβασμό.
—Πάτερ, είναι ο αδελφός μου ο Διονύσης, συνέχισε η νεαρή γυναίκα, ο Ταξιάρχης στην κυριολεξία τον έσωσε, σχεδόν τον ανέστησε από νεκρό. Κατά τη νοσηλεία του αδελφού μου στο Κρατικό Νοσοκομείο Νικαίας Αθηνών, πέρασαν απ’ αυτό και γνώρισαν τον αδελφό μου και είδαν την κρισιμότητα της κατάστασης του ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης σας και ο πατήρ Χρήστος, ο συνεφημέριός σας, όταν και εκείνος είχε την περιπέτεια με την πρεσβυτέρα του στο ίδιο Νοσοκομείο. Βέβαια τότε ο αδελφός μου ήταν σε βαθύ κώμα και δεν τους γνώρισε• όμως εκείνοι προσευχήθηκαν για κείνον. Καταλαβαίνετε λοιπόν, τι ευλογία, είναι για μας, όταν στην πρώτη μας ευχαριστήριο επίσκεψη προς τον Ταξιάρχη, να παρευρίσκεται ο Σεβασμιώτατος και να συμπροσεύχεται και να συνδοξολογεί τον Αρχάγγελο μαζί μας, για τη θαυμαστή Του ενέργεια στον αδελφό μου.
Μιλώντας, έρριξε μια ματιά στον Διονύση, που έδειχνε σημεία κόπωσης, λόγω του προσφάτου ατυχήματος του- και απευθυνόμενη πάλι σε μένα, συνέχισε:
—Αν είναι ευλογημένο, πάτερ μου, θα ήθελα λίγο να τακτοποιήσω τα πράγματά μας και να περιποιηθώ τον αδελφό μου, γιατί ακόμη έχει ανάγκη από εμάς, και έπειτα να έλθω στο Γραφείο και να σας εξιστορήσω, μαζί με. τον ξάδελφό μου, το θαυμαστό αυτό γεγονός με κάθε λεπτομέρεια.
—Μην ενοχλείστε, δεν πειράζει. Τακτοποιείστε τα πράγματά σας, ξεκουρα¬στείτε και αύριο μετά τη θεία λειτουργία, που θάναι εδώ και ο Δεσπότης μάς τα εξιστορείτε όλα με την ησυχία σας. Είμαι βέβαιος ότι θα χαρεί πάρα πολύ να μάθει την έκβαση αυτού του γεγονότος, από πρώτο χέρι, με κάθε λεπτομέρεια.
—Να είναι ευλογημένο, πάτερ μου. Ευχαριστούμε πολύ. Αύριο με υγεία.
Είχε τελειώσει η θεία λειτουργία και καθώς πηγαίναμε στο Γραφείο για καφέ, μαζί με την παρέα του Διονύση έφτασε ο Δεσπότης. Ήταν απερίγραπτη η χαρά όλης της παρέας μόλις τον αντίκρυσαν. Έτρεξαν όλοι κοντά του χαρούμενοι. Έβαλαν μετάνοια και του φίλησαν με σεβασμό το χέρι.
—Τι κάνετε Σεβασμιώτατε, τον θυμάστε τον Διονύση μας;
—Μα είναι δυνατόν; Είναι το παιδί, που νοσηλευόταν στο Κρατικό, με το τροχαίο;
—Μάλιστα, μάλιστα, Σεβασμιώτατε, αυτός είναι. Θαύμα, θαύμα του Ταξιάρχη!
—Δόξα σοι ο Θεός! Παιδιά μου πολύ χαίρομαι. Ξέρετε, με είχε συγκινήσει πολύ η περίπτωση του Διονύση και συχνά αναρωτιόμουν για την έκβαση της υγείας του. Και να που σήμερα τον βλέπω υγιέστατο μπροστά μου, ας είναι δοξασμένο το όνομα του μεγάλου Θεού. Παιδιά μου, θα μου επιτρέψτε να πάω μέσα, να προσκυνήσω τον Αρχάγγελο, γιατί μόλις έφτασα και έρχομαι στο Γραφείο να τα πούμε με την ησυχία μας και με κάθε λεπτομέρεια.
—Νάναι ευλογημένο, Δέσποτα.
Ο Σεβασμιώτατος, κατευθύνθηκε συγκινημένος προς τον Ναό, υμνώντας το όνομα του μεγάλου Θεού και ευχαριστώντας τον Αρχάγγελο.
Σε λίγο στο Γραφείο του Ναού, ακούγαμε όλοι κατάπληκτοι από την Ελένη και το Νίκο τα γεγονότα τα του θαύματος, να ξετυλίγονται αστραπιαία και θαυμαστά.
—Σεβασμιώτατε, ονομάζομαι Ελένη και είμαι η αδελφή του Διονύση, παντρεμένη και μένω στο Ναύπλιο, Σουλίου 8.
Το απόγευμα της Κυριακής του Θωμά, 25-4-1993, χτυπά το τηλέφωνο του σπιτιού μου,.... και πληροφορούμαι ότι ο αδελφός μου ο Διονύσης χτύπησε σε τροχαίο και βρίσκεται, στο Κρατικό Νοσοκομείο Νικαίας στην Αθήνα. Το ακουστικό έφυγε από τα χέ¬ρια μου όταν με παρότρυναν να κάνουμε όσο το δυνατόν σύντομα, γιατί ο αδελφός μου ήταν σε πολύ κακή κατάσταση. Ετοιμοθάνατος! «Τον προλαβαίνετε, δεν τον προλαβαίνετε», μου είπαν χαρακτηριστικά.
Φύγαμε αμέσως για την Αθήνα. Πώς αισθανόμουν στον δρόμο για την Αθήνα, δεν μπορώ να το εκφράσω, ήταν μια φοβερή εμπειρία! Ένοιωθα να βουλιάζει σιγά-σιγά ο κόσμος ολόκληρος. Αισθανόμουν ότι τα πάντα για μένα έχαναν ξαφνικά την αξία τους! Δεν μετρούσε για μένα τίποτα. Μόνο μέσα από ένα μεταξωτό ιστό αράχνης, αμυδρά, διέκρινα με τη φαντασία μου το Διονύση μας αιμόφυρτο και ετοιμοθάνατο. Και τότε, το μόνο που ήθελα, ήταν να βρεθώ κοντά του, να τον αγκαλιάσω, να τον φιλήσω, να τον σφίξω και να του ξαναδώσω τη δύναμη και τη ζωή. Τα λεφτά μού φαινότανε ώρες και οι ώρες αιώνες. Σε κάποια στιγμή σχεδόν λιποθύμησα, όταν μέσα στο αμάξι μύρισε, πολύ αισθητά, λιβάνι! Πάει πέθανε, σκέφτηκα και ένοιωθα να χάνω τις αισθήσεις μου.
Φτάσαμε στο Νοσοκομείο και η πραγματικότητα ήταν πολύ πιο φοβερή από εκείνη της φαντασίας. Ο Διονύσης αιμόφυρτος πάνω στο κρεββάτι αναίσθητος σε αφασία. Με φώναξαν στο Γραφείο οι γιατροί και μου είπαν επί λέξει: «Κορίτσι μου, τι να σου πούμε, το παιδί είναι ξεγραμμένο. Το μυαλό του έγινε γιαούρτι. Δεν υπάρχει καμμιά ελπίδα».
Ρώτησα για κάποια εγχείριση, για κάτι άλλο που θα μας έδινε κάποιες ελπίδες. «Δεν υπάρχει καμμιά ελπίδα, δεν σηκώνει ούτε εγχείριση», μου είπαν και συνέχισαν: «Εμείς οι άνθρωποι δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα».
Γονατιστοί όλη τη νύχτα στο προσκεφάλι του, παρακαλούσαμε το Θεό να τον λυπηθεί και να τον αναστήσει.
Το πρωί επισκέφθηκε τον αδελφό μου ο άριστος κρανιολόγος γιατρός κ. Μουρουζίνης. Τον εξέτασε πολύ ώρα και στο τέλος κουνώντας το κεφάλι του είπε:
«Είτε έτσι, είτε αλλιώς ο νεαρός είναι χαμένος, ας του κάνουμε μια επέμβαση στο κεφάλι του. Βέβαια οι πιθανότητες δεν είναι ούτε μία στις χίλιες, αλλά δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα άλλο καλύτερο». Το δεχτήκαμε. Πώς να κάναμε διαφορετικά; Ο αδελφός μου χανόταν!
Μπήκε στο χειρουργείο στις δώδεκα το μεσημέρι. Κατά το διάστημα της εγχείρισης, μας πήρε τηλέφωνο στο Νοσοκομείο ο ξάδελφός μας ο Νίκος και μας είπε πράγματα που μας ζωήρεψαν τις ελάχιστες και υποτονικές ελπίδες μας. Άλλα καλύτερα να σας τα εξιστορήσει αυτά ο ίδιος.
Λέγοντας αυτά η Ελένη, στράφηκε στο νεαρό δίπλα της, που βοηθούσε μαζί της τον Διονύση.
—Μάλιστα Σεβασμιώτατε. Λέγομαι Νίκος Καλογήρου. Είμαι 22 χρόνων και σπουδάζω μαζί με την αδελφή μου Ελένη στη Θεσσαλονίκη. Η διεύθυνση μας: ...... Το τηλέφωνο μας: ......
Την Κυριακή του Θωμά 25-4-1993, η αδελφή μου και γω ξεκινήσαμε να επιστρέψουμε στη Θεσσαλονίκη, απ’ την οποία είχαμε φύγει, για να περάσουμε τις διακοπές του Πάσχα κοντά στους δικούς μας. Στη Θεσσαλονίκη φτάσαμε στις 7 το απόγευμα. Αμέσως πήραμε τηλέφωνο τους δικούς μου, όπως άλλωστε συνηθίζουμε, για να ενημερώσουμε τους δικούς μας ότι φτάσαμε καλά. Συνάμα ρωτήσαμε και για κείνους, πώς είναι και αν έχουν κανένα νεότερο από το πρωί που φύγαμε για τη Θεσσαλονίκη. Μας είπαν ότι είναι όλα μια χαρά, όπως τα ξέραμε. Κουρασμένοι από το πολύωρο ταξίδι μας, πολύ νωρίς πήγαμε για ύπνο.
Τη νύχτα, ένα όνειρο με συγκλόνισε. Βρέθηκα μέσα σε ένα Νοσοκομείο, για μένα άγνωστο, και πάνω σε ένα κρεββάτι, ντυμένο στα μαύρα, τον ξάδελφό μου ξαπλωμένο. Τον ρωτάω τι έπαθε και εκείνος μου δείχνει το κεφάλι του, που ήταν γεμάτο αίματα, και μου λέει ότι χτύπησε. Τότε ακούω τη φωνή του πατέρα μου να με φωνάζει: Νίκο-Νίκο! Δεν τον έβλεπα, όμως ακολούθησα τη φωνή του και βρέθηκα σε μια μικρή Εκκλησιά, που βρισκόταν στην αυλή του Νοσοκομείου. Στο μέσον της Εκκλησίας στεκόταν ο πατέρας μου και κυττούσε προς το μέρος μου. Στα δεξιά μου βλέπω μία εικόνα της Παναγίας με τον Χριστό στην αγκαλιά της. Βγάζω το μαντήλι μου και την σκουπίζω, γιατί μου φάνηκε λερωμένη. Το μαντήλι λερώθηκε. Τότε βλέπω τον πατέρα μου να μού δείχνει την αριστερή πλευρά του Ναού και στο σημείο που βρισκόταν μια άλλη εικόνα, που όμως ήταν τόσο μαύρη, που δεν φαινόταν το πρόσωπο του εικονιζόμενου αγίου. Συγχρόνως ο πατέρας μου, με προστακτικό ύφος μού έλεγε τα εξής: Πες στην Ελένη, την ξαδέλφη σου, να την καθαρίσει. Ανήσυχος απ’ αυτά όλα το πρωί, παίρνω μια θεία μου τηλέφωνο στο Ναύπλιο να ρωτήσω. Δεν πήρα το σπίτι μου, γιατί γνώριζα ότι όλοι τους δούλευαν. Τότε μαθαίνω το θλιβερό γεγονός. Ρώτησα για την ξαδέλφη μου, την Ελένη και μού είπε ότι είναι στο Νοσοκομείο της Νικαίας. Εκεί πήρα τηλέφωνο και αφού έμαθα λεπτομέρειες και την απελπιστική κατάσταση του Διονύση, ρώτησα την Ελένη αν υπάρχει στο χώρο του Νοσοκομείου καμμιά Εκκλησιά.
Μου απάντησε ότι δεν το γνώριζε. Τότε της είπα το όνειρο και την παρότρυνα να ψάξει και αν υπήρχε, να κυττούσε στον αριστερό μπαίνοντας τοίχο της. Παρακάτω, Σεβασμιώτατε, ας συνεχίσει εκείνη.
—Όταν άκουσα αυτά από τον ξάδελφό μου Νίκο, Σεβασμιώτατε, κάποιες ελπίδες άρχισαν να αναπτερώνονται. Όταν θα βγουν σωστά τα λόγια του ξαδέλφου μου, είπα μέσα μου, τότε θα πει ότι ο Διονύσης μας θα σωθεί. Ρωτήσαμε και μάθαμε ότι υπήρχε κάτω Εκκλησία του Νοσοκομείου. Τρέξαμε με τους συγγενείς μου και ψάξαμε. Πράγματι στο αριστερό τοίχο ήταν κρεμασμένο ένα μικρό ξύλινο εικόνισμα κατάμαυρο!!! Το ξεκρεμάσαμε αλλά δεν μπορούσαμε να δούμε τι αναπαριστούσε. Πήρα βαμβάκι και οινόπνευμα και το καθάρισα. Ω Θεέ μου! Έλαμψε ολόκληρο! Αστραποβολούσε! Όμως και πάλι δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε ποιον άγιο εικόνιζε. Όταν το είδε η θεία μου. η μητέρα του Νίκου, σταυροκοπήθηκε και το καταφιλούσε, το είχε γνωρίσει! Ο Ταξιάρχης, ο Ταξιάρχης του Μανταμάδου!!! φώναζε. Είχε έλθει πριν δυο χρόνια και είχε πάρει το εικόνισμα Του και τους δυο τόμους των βιβλίων Του. Να το εικόνισμα Σεβασμιώτατε, είπε η Ελένη και ανοίγοντας το πουκάμισο του Διονύση το έβγαλε από τη θήκη του και το έδωσε στον Δεσπότη μας. Εκείνος το κύτταξε για λίγο και έπειτα με πολύ σεβασμό και ευλάβεια, το ακούμπησε στα χείλη του. Ήταν ένα ξύλινο μικρό εικονισματάκι του Ταξιάρχη μας, απ’ αυτά που έχουμε στο περίπτερο του Ναού, για τους προσκυνητές μας.
Αφού το προσκυνήσαμε όλοι μας, η Ελένη το πήρε, το έβαλε πάλι στη θέση του και συνέχισε:

—Τελείωσε η εγχείριση στον εγκέφαλο του αδελφού μου. Οι γιατροί δεν μας έδιναν περισσότερες ελπίδες απ’ ότι πριν την εγχείριση, δηλαδή μία τοις χιλίοις! «Το μυαλό του», μας έλεγαν, «είναι σα γιαούρτι- και δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα παραπάνω. Ανθρωπίνως και επιστημονικώς κάναμε το καλύτερο, τώρα μόνο ένα θαύμα τον σώζει». Ζήτησα να μου επιτρέψουν να μπω στην εντατική και να του βάλω το εικόνισμα επάνω του. Μου το επέτρεψαν. Μπήκα και του το φόρεσα.
Το πρωί, 27-4-93, μας παίρνει πάλι τηλέφωνο ο Νίκος απ’ τη Θεσσαλονίκη. Και μου λέει ότι πάλι είδε όνειρο σημαδιακό και πως πρέπει να εντείνουμε τις προσευχές μας, γιατί ο Διονύσης θα γίνει καλά!
—Ναι, Σεβασμιώτατε, συνεχίζει, παίρνοντας τον λόγο ο Νίκος. Το βράδυ της 26ης προς την 27η βλέπω πάλι να βρίσκομαι στο Νοσοκομείο και να θέλουν δυο μαυροφορεμένοι άνδρες, να μας πάρουν τον Διονύση, μέσα σε ένα μαύρο μεγάλο αυτοκίνητο. Μετά από πολύ ώρα το κατώρθωσαν, αλλά το αυτοκίνητο δεν έφευγε. Κάποιος νέος, όμορφος, ξανθός, με ένα μικρό γενάκι και μέχρι τη μέση τον κατάξανθα σγουρά κυματιστά μαλλιά, εμφανίστηκε και αφού πήρε και έβαλε τον Διονύση πάνω σε ένα κρεββάτι του Νοσοκομείου, μου είπε: «Μην ανησυχείς! Ανοίξτε του μια τρύπα εδώ», δείχνοντας το λαιμό του, «βάλτε του την εικόνα της Παναγιάς στα χέρια του και αφήστε τον σε μένα». Το πρόσωπό του έχυνε μια γλυκεία λάμψη, που σε γαλήνευε, σε πλημμύριζε ευεξία και εμπιστοσύνη.
—Σκεφθείτε Δέσποτα πώς ένοιωσα, συνέχισε τώρα η Ελένη, όταν ενώ άκουγα αυτό από το Νίκο, έρχονται οι γιατροί, μπαίνουν βιαστικά στην εντατική και βγαίνοντας γρήγορα, έπαιρναν μαζί τους και τον Διονύση στο χειρουργείο για τραχειοτομή!!! Μάς είπαν επί λέξει:
«Έχει χειροτερεύσει η κατάσταση του. Τώρα έχει και πνευμονία με υψηλό πυρετό. Τον πάμε αμέσως για τραχειοτομή να τον προλάβουμε, γιατί κινδυνεύει από στιγμή σε στιγμή να πνιγεί»! Μετά από την τραχειοτομή, τον λυπήθηκε πράγματι η ψυχή μου. Δεν ζούσε. Τα μηχανήματα τον κρατούσαν φυτό!! Στο σημείο αυτό έχασα όσο θάρρος μού είχε απομείνει. Λύγισα σαν άνθρωπος και χωρίς να πω τίποτα σε κανέναν, έφυγα στο Ναύπλιο να πάρω τα ρούχα του για το επερχόμενο μοιραίο. Απ' εκεί έφερα μαζί μου και τα βιβλία του Ταξιάρχη, το Ιστορικό και τα θαύματά Του. Κάποιος, θαρρείς μέσα μου, με έσπρωχνε να τα πάρω από τη θεία μου μαζί μου! Όταν επέστρεψα και είδα τον αδελφό μου ζωντανό, μετάνοιωσα πικρά για την ολιγοπιστία μου. Ζήτησα ταπεινά συγγνώμη, για την αδυναμία μου αυτή και γονατιστή μέρα και νύχτα έξω από την εντατική, διάβαζα τα θαύματά Του και παρακαλούσα για τη σωτηρία του αδελφού μου.
Όσο διάβαζα το βιβλίο με τα θαύματα, τόσο ένοιωθα κοντά μας την παρουσία του Άγιου. Οι ελπίδες πάλι δειλά-δειλά ερχότανε να πάρουν τη θέση της απογοήτευσης και απόγνωσης και σιγά-σιγά γιγάντωναν και πολλαπλασιάζονταν. Οι ενημερώσεις των γιατρών δεν με προβλημάτιζαν πια και δεν με ενδιέφεραν πολύ, παρ’ όλο που ήτανε άσχημες! Κι αυτό γιατί τώρα γνώριζα ότι πάνω και από τους γιατρούς, βρίσκεται ο Άγιος, κι ότι Αυτός μόνο επιμελείται τον αδελφό μου. Τα βιβλία αυτά μού έδωσαν την ηρεμία, τη δύναμη, τη δυνατή πίστη, την υπομονή, την καρτερία.
Με 40 πυρετό επί 8 ήμερες στην εντατική πάλεψε με τον θάνατο ο Διονύσης, με σύμμαχο τον Ταξιάρχη. Οκτώ ολόκληρες ημέρες έμοιαζε με νεκρό. Οι γιατροί μας έλεγαν ότι: «Δυστυχώς χάνουμε ελπίδες, παρά κερδίζουμε»! Και την ογδόη, μεγάλε μου Άγιε Ταξιάρχη! Άνοιξε τα μάτια του!!! Από τότε και μετά, κάθε μέρα και ένα μηχάνημα απομακρυνόταν από τον αδελφό μου, μέχρι που έφυγε και το τελευταίο.
Οι γιατροί κατάπληκτοι έλεγαν: «Αυτό δεν μπορούσε να γίνει φυσιολογικά ή τουλάχιστον σε τέτοιο βαθμό και σε τόσο λίγο χρόνο! Το μυαλό του αδελφού σας ήταν πράγματι "γιαούρτι". Μόνο ένα θαύμα, στην κυριολεξία, θα μπορούσε να τα δικαιολογήσει όλα αυτά, μόνο ένα θαύμα»!!!
Στο διάστημα των 8 αυτών ημερών, που ο Διονύσης μας πάλευε με τον θάνατο, επισκεφθήκατε Σεβασμιώτατε την πρεσβυτέρα του πατρός Χρήστου και γνωρίσατε τον Διονύση μας. Ο πατήρ Χρήστος σας είχε μιλήσει για τα όνειρα του ξαδέλφου μου, την εύρεση της εικόνας και σεις θελήσατε να δείτε τον αδελφό μου και να τον ευλογήσετε. Να ξέρατε τότε, Σεβασμιώτατε, τι κουράγιο και δύναμη μας δίνατε, όταν μας είπατε ότι: «Αφού θέλησε ο Ταξιάρχης να τον πάρει υπό την προστασία Του, μη φοβάστε, είναι μεγάλη ευλογία και όλα θα πάνε καλά. Μόνο μη χάνετε την πίστη σας και να προσεύχεστε ζεστά, μέσα από την καρδιά σας. Ο Κύριος πάντοτε ανταποκρίνεται στις θερμές μεσιτείες του Αρχαγγέλου Του». Τα λόγια Σας αυτά, Σεβασμιώτατε, ήταν μια ακόμη επιβεβαίωση των θαυμάτων του Ταξιάρχη, που κάθε μέρα διαβάζαμε και ξαναδιαβάζαμε. Η παρουσία Σας αυτή, στις δύσκολες αυτές στιγμές της ζωής μας, ήταν ευεργετική. Σας ευχαριστούμε πάρα πολύ μέσα απ’ την καρδιά μας, για όλα.
«Παιδί μου», ψέλλισε συγκινημένος ο Δεσπότης μας, «εμείς δεν κάναμε τίποτα, ενώσαμε τις προσευχές μας, όπως είχαμε υποχρέωση, μαζί με τις δικές σας. Ο Κύριος πάντοτε δίνει ό,τι του ζητούνε, με αληθινή πίστη, υπομονή και επιμονή! Και η δική σας η πίστη, η υπομονή και η επιμονή ήταν πράγματι υποδειγματική. Πας γαρ ο αιτών λαμβάνει και ο ζητών ευρίσκει και τω κρούοντι ανοιγήσεται (Ματθ. ζ' 8)».
—Σεβασμιώτατε, παρά λίγο να το ξεχάσω, είπε η Ελένη. Ο Αρχάγγελος έκαμε και δεύτερο θαύμα!
—Τι παιδί μου;
—Η Ελένη Μαϊοράνου, ήταν Πεντηκοστιανή. Λέω ήταν, γιατί τώρα δεν είναι. Ο Ταξιάρχης, με τις επεμβάσεις Του, την έκανε ορθόδοξη!!!
Ήταν αποκλειστική του αδελφού μου, μέσα στην εντατική. Σαν Πεντηκοστιανή δεν πίστευε στις εικόνες και επομένως ούτε και στην εικόνα του Ταξιάρχη, που βρήκαμε στην Εκκλησία του Νοσοκομείου. «Μη πιστεύετε», μας έλεγε συνεχώς, «μη πιστεύετε σε θαύματα και μάλιστα θαύματα από εικόνες άγιων. Δεν γίνονται τέτοια πράγματα».
Όταν όμως έβλεπε αργότερα, την εξέλιξη της υγείας του Διονύση, κλονίστηκε και μας είπε: «Αν πράγματι γίνει καλά εντελώς ο Διονύσης, θα πάω στον Μανταμάδο, στον Ταξιάρχη, στη θαυμαστή Του εικόνα και το δικό μου παιδί»! Το παιδί της είχε κάποια άγνωστη ασθένεια. Φύγαμε από το Νοσοκομείο και σε δυο μήνες έπρεπε να το επισκεφτούμε πάλι για αξονική εξέταση. Όταν ανεβήκαμε στην νευρολογική χειρουργική του Νοσοκομείου, βρήκαμε την Ελένη, την αποκλειστική του Διονύση. Μόλις μας είδε έμεινε άφωνη. Κάθισε για λίγο μαρμαρωμένη, σαν να έβλεπε φαντάσματα και έπειτα έτρεξε κατεπάνω μας και μας αγκάλιασε όλους δακρυσμένη. «Τι κάνεις, Ελένη;» τη ρωτήσαμε. Εκείνη μας παρέσυρε λίγο παράμερα και μας είπε: «Τώρα πίστευω, τώρα πιστεύω. Είναι πιο φωτεινό και από τον ήλιο ότι εσείς έχετε δίκαιο, οι ορθόδοξοι. Ακούστε τι έχω να σας πω: Χθες τη νύχτα είδα στο όνειρό μου, ότι βρισκόμουν σε μια γαληνεμένη θάλασσα και ήρθε και με συνάντησε κάποιος νέος, ωραίος και μελαψός και μού λέγει: "Πήγαινε αύριο στη νευρολογική χειρουργική του Νοσοκομείου να δεις και να πιστέψεις. Σου έχω μια μεγάλη έκπληξη". Είμαι εδώ από το πρωί, γιατί πίστευα ότι αυτός που μού μίλησε στο όνειρό μου ήταν ο Ταξιάρχης! Και να που βλέπω το Διονύση μας αναστημένο! Γιατί, για νεκρανάσταση πρόκειται. Ποτέ, μα ποτέ δεν πίστευα ότι το παιδί αυτό θα μπορούσε να γίνει καλά και μάλιστα με τέτοια διαύγεια του νου έπειτα από τέτοια κάκωση που είχε στον εγκέφαλό του. Αυτό είναι πράγματι ένα θαύμα, ένα αληθινό θαύμα του Ταξιάρχη! Τώρα πιστεύω και μετανοιώνω που τόσα χρόνια ήμουν σε τόση πλάνη!!! Με την πρώτη ευκαιρία θα πάω να προσκυνήσω την θαυμαστή εικόνα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ και να Του ζητήσω να με συγχωρέσει».
—Ξέρετε, Σεβασμιώτατε, —μίλησε για πρώτη φορά ο Διονύσης—, αν οι δικοί μου χαίρονται, τόσο πολύ, για τη θεραπεία μου, άλλο τόσο εγώ χαίρομαι για την επιστροφή στην Ορθόδοξη πίστη, της κ. Ελένης. Είναι μια αξιαγάπητη κυρία και σωστός άνθρωπος. Είμαι πολύ ευχαριστημένος, που εξ αιτίας του ατυχήματός μου σώθηκε μια ψυχή. «Ουδέν κακόν αμιγές καλού», όπως έλεγαν οι πρόγονοι μας. Δόξα σοι ο Θεός!
Ο Σεβασμιώτατος σηκώθηκε. Πλησίασε τον Διονύση που με τη βοήθεια των δικών του είχε σηκωθεί. Τον ασπάσθηκε σταυρωτά και άφησε να ακουμπήσει το κεφάλι του νέου στον αριστερό του ώμο, χτυπώντας χαϊδευτικά την πλάτη του. Είχαν δακρύσει και οι δυο τους και η συγκίνηση αυτή είχε απλωθεί παντού μέσα στο χώρο του Γραφείου του Ναού και μας συνεπήρε όλους. Έπειτα, δειλά-δειλά και άχρωμα στην αρχή, ακούστηκε η φωνή του Σεβασμιωτάτου: «Των ουρανίων Στρατιών Αρχιστράτηγε...» Τον ακολουθήσαμε όλοι μαζί συγκινημένοι...
Αγιορείτικη Μαρτυρία
Τριμηνιαία έκδοσις Ιεράς Μονής Ξηροποτάμου
Τεύχος 7
Μάρτιος - Μάιος 1990

ΕΠΙΚΛΗΣΗ ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΥ ΜΙΧΑΗΛ


ΜΥΝΗΜΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΡΧΑΓΓΕΛΟ ΓΑΒΡΙΗΛ


ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΟ ΘΑΥΜΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ


ΣΥΜΗ ΑΦΙΕΡΩΜΑ


ΣΥΜΗ ΤΟ ΝΗΣΙ ΤΟΥ ΠΑΝΟΡΜΙΤΗ-ΑΦΙΕΡΩΜΑ


ΛΙΤΑΝΕΥΣΗ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΑΣ ΤΟΥ ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΥ ΜΙΧΑΗΛ ΣΤΗ ΣΥΜΗ


ΑΠΟΨΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΜΟΝΗ ΤΟΥ ΠΑΝΟΡΜΙΤΗ ΣΤΗ ΣΥΜΗ


ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΑΡΧΩΝ ΜΙΧΑΗΛ Ο ΠΑΝΟΡΜΙΤΗΣ



ΤΑΞΙΑΡΧΗΣ ΑΦΙΕΡΩΜΑ



Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΤΑΞΙΑΡΧΗ ΣΤΗΝ ΕΙΣΟΔΟ ΤΟΥ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΟΥ


ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΑΞΙΑΡΧΗ


ΤΑΞΙΑΡΧΗΣ ΜΑΝΤΑΜΑΔΟ ΛΕΣΒΟΥ


ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟ ΘΑΥΜΑΤΟΣ ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΥ ΜΙΧΑΗΛ


ΘΑΥΜΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΥ ΜΙΧΑΗΛ ΤΟΥ ΠΑΝΟΡΜΙΤΗ ΣΤΗ ΣΥΜΗ


ΠΛΑΝΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΜΟΝΗ ΤΟΥ ΤΑΞΙΑΡΧΗ


ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ ΣΤΟΝ ΤΑΞΙΑΡΧΗ


ΕΠΙΚΛΗΣΗ ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΥ ΜΙΧΑΗΛ


ΕΚΠΟΜΠΗ ΑΘΕΑΤΟΣ ΚΟΣΜΟΣ-ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΑΞΙΑΡΧΗ


TAΞΙΑΡΧΗΣ ΜΑΝΤΑΜΑΔΟ-ΜΕΓΑΣ ΕΣΠΕΡΙΝΟΣ


ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΟΥ ΣΠΑΘΙΟΥ ΤΟΥ ΤΑΞΙΑΡΧΗ


ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΓΓΕΛΟ ΜΙΧΑΗΛ ΚΑΙ ΓΑΒΡΙΗΛ


ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΑΞΙΑΡΧΗ ΜΑΝΤΑΜΑΔΟ ΛΕΣΒΟΥ


ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΟΥ ΤΑΞΙΑΡΧΗ


ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΑΞΙΑΡΧΗ ΜΑΝΤΑΜΑΔΟ ΛΕΣΒΟΥ


ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΑΞΙΑΡΧΗ


ΘΑΥΜΑ Η ΚΛΟΠΗ...


ΕΟΡΤΗ ΤΑΞΙΑΡΧΗ ΜΑΝΤΑΜΑΔΟ ΛΕΣΒΟΥ