ΑΠΟ ΤΑ ΠΙΟ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΗΚΑ ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΤΑΞΙΑΡΧΗ ΜΙΧΑΗΛ...
ΤΟ ΣΥΓΚΙΝΗΤΙΚΟ ΘΑΥΜΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΥ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΛΥΤΟ-ΚΩΦΑΛΑΛΟ ΜΙΚΡΟ ΤΑΞΙΑΡΧΗ
Μία φτωχή οικογένεια της Κωμόπολης Μυστεγνών, η οικογένεια Κλήκα, είχε αποκτήσει δύο παιδιά, ένα αγοράκι και ένα κοριτσάκι. Το κοριτσάκι δεν είχε χρόνους και ο Θεός το πήρε πολύ σύντομα, νήπιο, κοντά του. Το αγοράκι έζησε και μεγάλωνε. Το παιδάκι ήτανε κωφάλαλο και παράλυτο.
Είχε γίνει τριών ετών, όταν αρρώστησε βαρειά. Ο πατέρας του, που η μόνη περιουσία ήταν ένα κάρο με άλογο(αραμπάς) και με αυτό εξοικονομούσε το ψωμάκι της οικογένειας του, βλέποντας ότι χάνει το παιδί του, το σπλάχνο του, παίρνει την γυναίκα του με το παιδί και με το κάρο πηγαίνουν στη Μυτιλήνη, στον φημισμένο και πονόψυχο γιατρό τον Αρμένο, που είχε γίνει ο προστάτης των φτωχών και κοντά του εύρισκαν αυτοί, την θεραπεία τους σχεδόν δωρεάν. Αρμένος ονομάστηκε από την καταγωγή του. Είναι δε τώρα συνταξιούχος.
Δυστυχώς όμως η καλή καρδιά του, το ενδιαφέρον του και η άριστη επιστημονική κατάρτισή του, δεν μπόρεσαν να κάνουν τίποτα στην περίπτωση του δυστυχισμένου παιδιού. Ο γιατρός αφού εξέτασε με μεγηάλη προσοχή τον μικρό του ασθενή, ανασήκωσε το κεφάλι του, έβγαλε τα γιαλιά του και με πρόσωπο θλιμμένο ρώτησε τον πατέρα:
- Το έχετε βαπτίσει το παιδί;
- 'Οχι γιατρέ μου. Δεν βρέθηκε ακόμη νουνός, απάντησε ο πονεμένος πατέρας.
- Να το βαπτίσετε αμέσως. Δυστυχώς δεν έχει ζωή ο μικρός.
Όλα εμπρός στα μάτια των πονεμένων γονιών γκρεμίστηκαν. Έπιναν τις τελευταίες σταγόνες από το πικρό τους ποτήρι.
Αμίλητοι πήραν το παιδί τους και με το κάρρο τους ξεκίνησαν πίσω για το χωριό. Σαν υπνωτισμένος οδηγούσε ο πατέρας το κάρρο. Η μητέρα με κατακόκκινα μάτια , έχοντας σφιχτά στην αγκαλιά της τον ματωμένο θησαυρό της, ζούσε και πάλευε με τις σκέψεις της.
Για μια στιγμή το κάρρο σταμάτησε απότομα. Φωνές δυνατές τάραξαν και γύρισαν πίσω τους δύο γονείς από το ονειροπαρμένο χώρο που βρισκόταν. Συνήλθαν και προσπάθησαν να καταλάβουν τι συμβαίνει.
Είδαν αρκετό κόσμο να τρέχει προς την κατεύθυνση τους. Μα τι συμβαίνει; Που βρέθηκε αυτός ο κόσμος καταμεσής στον έρημο δρόμο; Ένα μικρό παιδάκι δέκα ετών ήταν πεσμένο εμπρός στα πόδια του αλόγου που στεκόταν κουνώντας το κεφάλι του πέρα-δώθε. Μα τι έγινε τέλος πάντων; Σε λίγο είχαν όλα ξεκαθαριστεί. Ήταν η παραμονή της πανήγυρης των Ταξιαρχών του Μανταμάδου. Ήταν Σάββατο της Κυριακής των Μυροφόρων και αύριο, την Κυριακή, γιορτάζει ο Ναός των Ταξιαρχών με την μεγάλη πανήγυρή του.
Από τη Μυτιλήνη και τα γύρω χωριά της οι προσκυνητές παρέες παρέες, πήγαιναν με πόδια γυμνά, πεζοί, 40 χιλιόμετρα μακρυά, να προσκυνήσουν τον Μεγαλόχαρο. Ένα παιδάκι μένοντας λίγο παραπίσω και περπατώντας απρόσεκτα, χωρίς να το καταλάβει, βρέθηκε κάτω από το λαιμό του αλόγου που σταμάτησε απότομα. Ανέβασαν το μικρό στο κάρρο, που δεν είχε πάθει τίποτα από το συμβάν και συνέχισαν την πορεία τους. Ο μικρός ήταν όλο χαρά που θα γλίτωνε έστω και λίγο δρόμο με τα πόδια μέχρι τα Μυστεγνά που πήγαινε το κάρρο. Το επεισόδιο όμως αυτό έγινε αιτία στην πονεμένη μητέρα, να θυμηθή τον Μεγαλόχαρο και θαυματουργό Ταξιάρχη του Μανταμάδου.Μάλιστα δε, την παραμονή της μεγάλης του γιορτής.
Μια σπίθα ελπίδας αναμοχλεύθηκε μέσα από τα χαλάσματα του εσωτερικού της κόσμου. Μια σπίθα που συνεχώς δυνάμωνε, βλέποντας κατά την συνέχιση της πορείας της προς το χωριό της και άλλες παρέες προσκυνητών, που με τα πόδια πήγαιναν στο Μεγαλόχαρο. Και η σπίθα αυτή έγινε φλόγα και φωτιά που έτρωγε τα σωθικά της. Τρελλές σκέψεις πυρακτωμένες από την φλόγα της ελπίδας, στροβίλιζαν στο μυαλό της. Έσφιξε δυνατά , με όλη της την δύναμη στην αγκαλιά της τον πονεμένο βλαστό της και φώναξε με δύναμη προς τον άντρα της: “ΣΤΟΝ ΤΑΞΙΑΡΧΗ”.
Ο άνδρας δεν μίλησε καθόλου, ούτε καν σάλεψε το κεφάλι του. Η φωνή της γυναίκας του ήταν απόφαση γι'αυτόν γνωστή. Ήταν η δική του φωνή, η δική του απόφαση, η δική του παρόρμηση. Δεν του φάνηκε καθόλου ξένη, την ένιωθε να βγαίνει από μέσα του, μόνο που ακούστηκε πριν να βγει από το στόμα του, με την γνώριμη φωνή της γυναίκας του.
Έσφιξε με δύναμη στα χέρια του τα γκέμια του αλόγου του και φώναξε, άντε λεβέντη μου, γρήγορα για τον Ταξιάρχη. Ή φωνή του αυτή θαρρείς ότι παρέσυρε μαζί της όλο το άγχος, όλο το βάρος που σαν πελώριος βράχος πλάκωνε τόσες ώρες το κουρασμένο στήθος του. Ένοιωθε ξάλαφρος, νέος με όλες του τις δυνάμεις. Ήθελε να είχε φτερά να πετάξει, να βρεθεί μία ώρα νωρίτερα στον άγιο χώρο του Μεγάλου Ταξιάρχη. Γύρισε στον μικρό, που τον έβλεπε με ολάνοιχτα τα παιδικά του ματάκια, και του είπε: - Εσύ θα γίνεις ο νουνός του γυιού μου,που θα τον βαπτίσουμε στον Ταξιάρχη του Μανταμάδου, και θα του βάλουμε το όνομα του Αρχαγγέλου, “ΤΑΞΙΑΡΧΗ”.
Το παιδί έμεινε να τον κοιτάζει. Δεν καταλάβαινε τίποτα. Το μόνο που κατάλαβε ήταν ότι θα πήγαινε στον Ταξιάρχη με το κάρρο και αυτό του έφθανε.
Βράδυ έφθασαν στο Μανταμάδο. Με κόπο ο πατέρας οδηγούσε το κάρρο του μέσα από το πλήθος των προσκυνητών. Έφθασαν στο χώρο τον καθορισμένο για τα υποζύγια και τα κάρρα. Έδεσαν πρόχειρα το άλογο χωρίς να ξεζέψουν και ανοίγοντας δρόμο μέσα στο πλήθος μπήκαν στο Ναό. Τελείωνε ο κατανυκτικός προεόρτιος εσπερινός. Μία ευωδία τους συνεπήρε και γέμισε τα κουρασμένα τους στήθη. Ένιωσαν ένα ρίγος να διατρέχει το σώμα τους. Προσπάθησαν να προσανατολιστούν και να πλησιάσουν τον ιερέα. Δεν το κατόρθωσαν. Πλησίασαν το παγκάρι και ρώτησαν την επιτροπή.
- Θέλουμε να βαπτίσουμε το παιδί μας, είναι άρρωστο, που μπορούμε να δούμε τον ιερέα;
Ένας επίτροπος πήρε τον πατέρα και τον έφερε στο ιερό.
- Πάτερ, λέει ο επίτροπος, ο κύριος θέλει να βαπτίσει το παιδί του.
- Είναι άρρωστο παπά μου, - ακούστηκε η φωνή του πατέρα - πολύ άρρωστο, θέλω να προλάβω να το κάνω χριστιανό, το χάνουμε παπά μου, το χάνουμε, και βούρκωσαν τα μάτια του.Δεν χρειάστηκε να ξαναμιλήσει ο πονεμένος πατέρας, δοθήκαν οι κατάλληλες εντολές και σε λίγο ήταν έτοιμα για την βάπτιση.
Ο ιερεύς ζήτησε το παιδί. Η μητέρα το είχε εναποθέσει εμπρός στην ανάγλυφη εικόνα του Μεγάλου Ταξιάρχη και εκείνη γονατιστή παρακαλούσε τον Αρχάγγελο. Το παιδί ήταν κατακόκκινο από τον πυρετό, αναίσθητο, σχεδόν πεθαμένο.
Άρχισε το μυστήριο της βάπτισης. Η καρδιά της μητέρας φτερούγιζε σαν κάτασπρο περιστέρι στα πονεμένα στήθη της. Τα χείλη της ψιθύριζαν προσευχές μυστικές προς τον Αρχάγγελο. Το χέρι της δεν σταματούσε να κάνει το σημείο του σταυρού. Ο λαιμός της έκαιε, της πονούσε. Δεν άκουγε, δεν έβλεπε τίποτα, μόνο τους ακανόνιστους κτύπους της καρδιάς της αισθανόταν και θολά, πολύ θολά, σαν σε σύννεφα, το ολόγυμνο σωματάκι του παιδιού της, που κρατούσε ο ιερέας με μεγάλη προσοχή σαν κάτι πολύ εύθραστο, θωρούσε.
“Βαπτίζεται ο δούλος του Θεού Ταξιάρχης -ακούστηκε η φωνή του ιερέα- εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος”. Η καρδιά της πήγαινε να σπάσει, έκανε μία απεγνωσμένη προσπάθεια να σταθεί όρθια στα πόδια της. Κάτι περίμενε, κάτι απροσδιόριστο, ήταν σίγουρη γι'αυτό, αλλά δεν μπορούσε να το φανταστεί, να το προσδιορίσει και γι'αυτό η αγωνία της μεγάλωνε, γι'αυτό το βάρος που ένιωθε στα στήθη της γινότανε πιο αβάσταχτο και ανέβαινε, ανέβαινε και ήθελε να την πνίξει.Ο μικρός νεοφώτιστος Ταξιάρχης στα χέρια του ιερέα και του αναδόχου δεν σαλεύει, δεν κλαίει, τα βασιλεμένα ματάκια του μόνο τρεμόπαιζαν στην κάθε αλλαγή που δέχεται το καιγόμενο από τον πυρετό σωματάκι του.
Τελείωνε το μυστήριο και ο ιερέας έχοντας κοντά του τον ανάδοχο που κρατούσε στην αγκαλιά του τον μικρό Ταξιάρχη, προχωρούν προς το ιερό και εκεί στην Ωραία Πύλη γίνεται η απόλυση του μυστηρίου, όταν, 'Ω Μεγαλοδύναμε Θεέ!!! Το μαρμαρωμένο σωματάκι του νεοφώτιστου Ταξιάρχη άρχισε να ανασαλεύει και μια κλαψιάρικη αδύναμη φωνή να βγαίνει από τα σφραγισμένα, μέχρι στιγμής, χείλη του παιδιού:
“ΠΕΙΝΩΩΩ...”
Ο μικρός ανάδοχος τα έχασε και μόλις πρόλαβε ο ιερέας να αρπάξει το παιδί στα χέρια του, που κυλούσε από την αγκαλιά του μικρού Μιχάλη Μπιγιάννη.
Μια νεκρική σιγή απλώθηκε. Οι παρευρισκόμενοι δεν άκουγαν παρά τους κτύπους της καρδιά τους που ανέβαιναν και σαν τύμπανα κτυπούσαν στ'αυτιά τους. Η σιγή όμως αυτή δεν κράτησε για πολύ, δευτερόλεπτα μόνον. Μια γοερή φωνή, σπαρακτική, ανάμικτη από μεγάλη χαρά, ξεπερασμένη λύπη και κλάμα γέμισε το ναό: “Παιδί μου, Ταξιάρχη μου” και η ευτυχισμένη μάνα έπεσε με το πρόσωπο εμπρός στην ανάγλυφη εικόνα του μεγάλου Ταξιάρχου.
Ο ιερεύς, τρέμοντας από συγκίνηση πήρε μέσα στο ιερό τον μικρό Ταξιάρχη και του έκοψε ένα κομματάκι προσφορά. Ο μικρός άπλωσε τα αδύναμα χεράκια του, πήρε το κομματάκι της προσφοράς από τον ιερέα και στηριζόμενος πλέον στα δικά του ποδαράκια ξεκίνησε να κάνει τα πρώτα του βήματα στη ζωή.
Σήμερα ένας αθλητικός νέος 27 ετών, ο Ταξιάρχης Κλήκας, και μετά από πολύ καιρό απουσίας του στο εξωτερικό, με μία λαμπάδα μέχρι το μπόι του στα τρεμάμενα από συγκίνηση χέρια του, επισκέφτηκε τον ιερό ναό των Ταξιαρχών και γονατιστός εμπρός στην ανάγλυφη εικόνα του Αρχαγγέλου, με δάκρυα ζεστά από πίστη και ευγνωμοσύνη, ευχαριστεί με τα λόγια αυτά, για μια ακόμη φορά τον μεγάλο ευεργέτη και σωτήρα του.
Πάντας τους την θείαν και σπεπτήν, Σου
ασπαζόμενους εικόνα, Μιχαήλ μέγιστε
πάσης απολυτρώσει οργής και θλίψεως
και θανάτου απάλλαξον, πικρού, αφνιδίου
και δεινής κακώσεως, σοφέ Ταξίαρχε, όπως
προστασίαις σου θείαις, πάντοτε Σωζόμενοι πόθω
το σπεπτόν Σου όνομα γεραίρωμεν
Πρωτοπρεσβυτέρου Ευστρατίου Δήσσου, "ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΚΑΙ ΤΑ ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΤΑΞΙΑΡΧΗ ΜΑΝΤΑΜΑΔΟΥ", τόμος Α`
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου